8.- (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει υποχρέωση, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή και του Κανονισμού, να υποβάλλει ή να γνωστοποιεί στην Επιτροπή ή να δημοσιοποιεί ή να ανακοινώνει δημόσια οποιεσδήποτε πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα ή έντυπα, οφείλει να μεριμνά και να εξασφαλίζει την ορθότητα, την πληρότητα και την ακρίβειά τους.
(2) Η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών ή ανακριβών πληροφοριών ή στοιχείων ή εγγράφων ή εντύπων ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας από οποιαδήποτε γνωστοποίηση που υποβάλλεται στην Επιτροπή ή εντός οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή και στον Κανονισμό, συνιστά, εκτός από παράβαση η οποία υπόκειται σε διοικητική κύρωση κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (4) και (5) του άρθρου 7, και ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3).
(3) Πρόσωπο το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εφτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Ποινική ευθύνη για το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο αδίκημα που διαπράττεται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στη διάπραξη του αδικήματος.
(5) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (4), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.