8.-(1)Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας: -
(α) Εξετάζει το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου:
(i) από κοινού με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές,
(ii) μετά από διαβούλευση με τις αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 40 της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14 και τις αρμόδιες αρχές των σημαντικών υποκαταστημάτων, στον βαθμό που αυτό αφορά το σημαντικό υποκατάστημα, και
(β) αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ανταποκρίνεται το σχέδιο ανάκαμψης ομίλου στις απαιτήσεις και τα κριτήρια σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 και 7.
(2) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προσπαθεί να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις αρμόδιες αρχές για τις θυγατρικές σχετικά με τα εξής:
(α) Την εξέταση και την αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου· και
(β) κατά πόσο θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που αποτελούν μέρος του ομίλου· και
(γ) την εφαρμογή των μέτρων που προβλέπονται στα εδάφια (4) έως (9) του άρθρου 7.
(3)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη μέρα διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης σχετικά με –
(i) Την εξέταση και αξιολόγηση του σχεδίου ανάκαμψης του ομίλου, ή
(ii) οποιαδήποτε άλλα μέτρα που απαιτείται να λάβει η μητρική επιχείρηση της Ένωσης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (9) του άρθρου 7,
(β) Εάν, εντός της τετράμηνης προθεσμίας, οποιαδήποτε από τις αρμόδιες αρχές που προβλέπονται στο εδάφιο (2) έχει παραπέμψει θέμα που προβλέπεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρχή ενοποιημένης εποπτείας αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού, και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(γ) Κανένα ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από λήψη μιας κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής ενοποιημένης εποπτείας.
(4)(α) Ελλείψει κοινής απόφασης μεταξύ των αρμόδιων αρχών, εντός τεσσάρων (4) μηνών από τη μέρα διαβίβασης του σχεδίου ανάκαμψης σχετικά με -
(i) το κατά πόσο θα εκπονηθεί σχέδιο ανάκαμψης σε ατομική βάση για ιδρύματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία μιας αρμόδιας αρχής· και
(ii) την εφαρμογή, σε επίπεδο θυγατρικών, των μέτρων που αναφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (9) του άρθρου 7,
κάθε αρμόδια αρχή αποφασίζει η ίδια για το εν λόγω ζήτημα.
(β) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει θέμα που προβλέπεται στο εδάφιο (7) στην ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, η αρμόδια αρχή για θυγατρική αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ.
(γ) Κανένα ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από λήψη μιας κοινής απόφασης.
(δ) Ελλείψει αποφάσεως της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρμόδιας αρχής που είναι υπεύθυνη για τη θυγατρική σε ατομικό επίπεδο.
(5) Σε περίπτωση που η Επιτροπή και άλλες αρμόδιες αρχές δεν έχουν διαφωνήσει στα πλαίσια των διατάξεων του εδαφίου (4), δύναται να λάβουν κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές σχετικά με το σχέδιο ανάκαμψης του ομίλου η οποία καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
(6) Η κοινή απόφαση που αναφέρεται στα εδάφια (2) ή (5) και οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές ελλείψει κοινής απόφασης, όπως αναφέρεται στα εδάφια (3) και (4), αναγνωρίζονται ως οριστικές και εφαρμόζονται από τις αρμόδιες αρχές στα οικεία κράτη μέλη.
(7) Μετά από αίτημα αρμόδιας αρχής σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (3) ή (4), η ΕΑΤ μπορεί να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές για την επίτευξη συμφωνίας βάσει του άρθρου 19(3) Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1093/2010 σε ό,τι αφορά:
(α) Την αξιολόγηση των σχεδίων ανάκαμψης· και
(β) την εφαρμογή των μέτρων που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (δ) του εδαφίου 8 του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.