29.-(1) Το διοικητικό όργανο μιας ΚΕΠΕΥ ή μιας οντότητας που προβλέπεται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 3, οφείλει να αποστείλει κοινοποίηση στην Επιτροπή, όταν κρίνει πως η εν λόγω ΚΕΠΕΥ ή οντότητα βρίσκεται σε σημείο αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 22.
(2) Η Επιτροπή οφείλει να ενημερώσει τις σχετικές αρχές εξυγίανσης σχετικά με οποιαδήποτε κοινοποίηση έχει λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), και σχετικά με κάθε μέτρο πρόληψης κρίσεων ή με κάθε δράση του άρθρου 30(1) της Οδηγίας ΟΔ144-2014-14, που απαιτεί να λάβει μια οντότητα που προβλέπεται από το εδάφιο (1).
(3) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 22 όσον αφορά οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1), κοινοποιεί χωρίς καθυστέρηση τη διαπίστωση αυτή στις ακόλουθες αρχές, εάν πρόκειται για διαφορετικές αρχές:
(α) Στην αρχή εξυγίανσης της εν λόγω οντότητας·
(β) στην αρμόδια αρχή της εν λόγω οντότητας·
(γ) στην αρμόδια αρχή κάθε υποκαταστήματος της εν λόγω οντότητας·
(δ) στην αρχή εξυγίανσης κάθε υποκαταστήματος της εν λόγω οντότητας·
(ε) στην Κεντρική Τράπεζα Κύπρου ή, κατά περίπτωση, την αρμόδια κεντρική τράπεζα κράτους μέλους·
(στ) στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων στο οποίο συμμετέχει σχετική οντότητα που είναι πιστωτικό ίδρυμα, εφόσον είναι αναγκαίο για να μπορέσει το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·
(ζ) στον φορέα που είναι υπεύθυνος για τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο για την επιτέλεση της λειτουργίας των χρηματοδοτικών ρυθμίσεων εξυγίανσης·
(η) ανάλογα με την περίπτωση, στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου·
(θ) στον Υπουργό ή, κατά περίπτωση, στο αρμόδιο υπουργείο κράτους μέλους·
(ι) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας εάν η εν λόγω οντότητα υπόκειται σε εποπτεία σε ενοποιημένη βάση, σύμφωνα με τον Τίτλο VII, Κεφάλαιο 3, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·
(ια) στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ) και στην αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.
(4) Εάν η διαβίβαση πληροφοριών που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων (στ) και (ζ) του εδαφίου (3), δεν εγγυάται τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας, η Επιτροπή εφαρμόζει εναλλακτικές διαδικασίες επικοινωνίας, οι οποίες επιτυγχάνουν τους ίδιους στόχους ενώ συγχρόνως εξασφαλίζουν τον κατάλληλο βαθμό εμπιστευτικότητας.