14.-(1) Το παρόν άρθρο προβλέπει τις απαιτήσεις και τη διαδικασία ετοιμασίας σχεδίων εξυγίανσης ομίλου σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ενεργεί ως η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(2)(α) Οι μητρικές επιχειρήσεις της ΕΕ υποβάλλουν στην αρχή εξυγίανσης τις πληροφορίες που είναι δυνατόν να απαιτηθούν σύμφωνα με το άρθρο 13:
(β) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (α) αφορούν τη μητρική επιχείρηση της ΕΕ και, στον απαιτούμενο βαθμό, κάθε μία από τις οντότητες του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 3(1)(γ) και (δ) και των χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών, μεικτών εταιρειών συμμετοχών, μητρικών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών και μητρικών μεικτών χρηματοοικονομικών εταιρειών συμμετοχών σε κράτη μέλη.
(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και με την επιφύλαξη της παραγράφου (στ), η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει τις πληροφορίες που παρέχονται σύμφωνα με το παρόν εδάφιο -
(i) Στην ΕΑΤ· και
(ii) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών· και
(iii) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα· και
(iv) στις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39(8), (10), (11) και (11Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στις παραγράφους 39 και 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση· και
(v) στις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών, στα κράτη μέλη όπου είναι εγκατεστημένες χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών, μεικτές εταιρείες συμμετοχών, μητρικές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών και μητρικές μεικτές χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών.
(δ) Οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες προς τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών και τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών των θυγατρικών, τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα και τις σχετικές αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 39(8), (10), (11) και (11Α) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου όπως τροποποιήθηκαν ή στις παραγράφους 39 και 40 της Οδηγίας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου για την προληπτική εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, κατά περίπτωση, περιλαμβάνουν τουλάχιστον όλες τις πληροφορίες που αφορούν τη θυγατρική ή το σημαντικό υποκατάστημα.
(ε) Οι παρεχόμενες δυνάμει του παρόντος εδαφίου πληροφορίες προς την ΕΑΤ περιλαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετική με τον ρόλο της ΕΑΤ όσον αφορά τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου.
(στ) Στην περίπτωση πληροφοριών σχετικά με θυγατρικές σε τρίτη χώρα, η αρχή εξυγίανσης δεν είναι υποχρεωμένη να διαβιβάζει τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παρόν εδάφιο, χωρίς τη συναίνεση των σχετικών αρχών της εν λόγω τρίτης χώρας.
(3)(α) Η αρχή εξυγίανσης καταρτίζει και διατηρεί σχέδια εξυγίανσης ομίλου, ενεργώντας από κοινού με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) σε σώματα εξυγίανσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις σχετικές αρμόδιες αρχές κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των αρμόδιων αρχών κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται, εφόσον έχουν τηρηθεί οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στο άρθρο 102 του παρόντος Νόμου, να ζητήσει τη συμμετοχή στην κατάρτιση και στη διατήρηση σχεδίων εξυγίανσης ομίλου των σχετικών αρχών τρίτων χωρών υπεύθυνων για διαδικασίες εξυγίανσης στις εν λόγω τρίτες χώρες, σε περίπτωση που ο όμιλος έχει εγκατεστημένες θυγατρικές ή χρηματοοικονομικές εταιρείες συμμετοχών ή σημαντικά υποκαταστήματα, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 56 του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στο άρθρο 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, κατά περίπτωση.
(4) Τα σχέδια εξυγίανσης ομίλου αναθεωρούνται και, κατά περίπτωση, επικαιροποιούνται κατ’ ελάχιστον ετησίως, καθώς και έπειτα από κάθε μεταβολή στη νομική ή την οργανωτική δομή, την επιχειρηματική ή τη χρηματοοικονομική θέση του ομίλου, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων του ομίλου, που δύναται να έχει σημαντική επίπτωση στο σχέδιο ή να απαιτεί την τροποποίησή του.
(5)(α) Η έγκριση του σχεδίου εξυγίανσης του ομίλου λαμβάνει τη μορφή κοινής απόφασης της αρχής εξυγίανσης και των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών των θυγατρικών.
(α1) Όταν ένας όμιλος αποτελείται από περισσότερους του ενός ομίλου εξυγίανσης, ο σχεδιασμός των δράσεων εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 11(3)(α1) συμπεριλαμβάνεται σε κοινή απόφαση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου.
(β) Η κοινή απόφαση λαμβάνεται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης, από την αρχή εξυγίανσης, των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2).
(γ) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αιτηθεί τη βοήθεια της ΕΑΤ για να βοηθήσει στην κατάληξη κοινής συμφωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 31, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(6)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών ως προβλέπεται στο εδάφιο (5), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει η ίδια την απόφαση όσον αφορά το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου.
(β) Η απόφαση της αρχής εξυγίανσης κατά τα προβλεπόμενα στη παράγραφο (α) είναι πλήρως αιτιολογημένη και λαμβάνει υπόψη τη γνώμη και τις επιφυλάξεις των αρχών εξυγίανσης κρατών μελών.
(γ) Η αρχή εξυγίανσης διαβιβάζει την απόφασή της στη μητρική επιχείρηση της ΕΕ:
(δ) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (10), εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010, η αρχή εξυγίανσης αναβάλλει την απόφασή της και αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, λαμβάνει δε την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ· ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, εφαρμόζεται η απόφαση της αρχής εξυγίανσης ως αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(7)(α) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση εντός τεσσάρων (4) μηνών, όπως προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (5), η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις που λαμβάνονται μεμονωμένα από αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους η οποία διαφωνεί με το προτεινόμενο από την αρχή εξυγίανσης σχέδιο εξυγίανσης ομίλου.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (EE) αριθ. 1093/2010∙ ελλείψει απόφασης της ΕΑΤ εντός ενός μηνός, η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει τις αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους της θυγατρικής:
(8) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να λάβει κοινή απόφαση με τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών που δεν έχουν διαφωνήσει στο πλαίσιο του εδαφίου (7), σχετικά με το σχέδιο εξυγίανσης του ομίλου που καλύπτει οντότητες υπό τη δικαιοδοσία τους.
(9) Η αρχή εξυγίανσης αναγνωρίζει ως οριστικές τις κοινές αποφάσεις που αναφέρονται στα εδάφια (5) και (8) και τις αποφάσεις που λαμβάνονται από τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών όταν δεν υπάρχει κοινή απόφαση σύμφωνα με τα εδάφια (6) και (7).
(10) Σε περίπτωση που δεν ληφθεί κοινή απόφαση και αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους ζητά τη βοήθεια της ΕΑΤ για την επίτευξη συμφωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 19, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, λόγω διαφωνίας είτε με το προτεινόμενο σχέδιο εξυγίανσης ομίλου είτε με σχέδιο εξυγίανσης θυγατρικής σε άλλο κράτος μέλος που καταρτίζεται από την αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους της εν λόγω θυγατρικής, η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει σχετικά την ΕΑΤ εάν εκτιμά ότι το αντικείμενο της διαφωνίας είναι δυνατόν να θίξει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας.
(11) Σε περίπτωση που λαμβάνονται κοινές αποφάσεις σύμφωνα με τα εδάφια (5) και (8) και που είτε η αρχή εξυγίανσης εκτιμά δυνάμει του εδαφίου (10) ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες της Δημοκρατίας είτε της αρχής εξυγίανσης κράτους μέλους εκτιμά στο πλαίσιο του Άρθρου 13, παράγραφος 9, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ ότι το αντικείμενο μιας διαφωνίας θίγει τις δημοσιονομικές αρμοδιότητες του κράτους μέλους της, η αρχή εξυγίανσης δρομολογεί την επαναξιολόγηση του σχεδίου εξυγίανσης ομίλου, συμπεριλαμβανομένης της ελάχιστης απαίτησης ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.