18.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή και τις αρχές εξυγίανσης κρατών μελών στα κράτη μέλη στα οποία είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, στον βαθμό που αυτό έχει σημασία για σημαντικό υποκατάστημα, αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο ένα ίδρυμα που δεν αποτελεί μέρος ομίλου είναι δυνατόν να εξυγιανθεί χωρίς να απαιτείται καμία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Οποιαδήποτε έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη, εκτός από τη χρήση του Ταμείου Εξυγίανσης·
(ii) οποιαδήποτε επείγουσα στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους·
(iii) οποιαδήποτε στήριξη της ρευστότητας από την Κεντρική Τράπεζα ή κεντρική τράπεζα κράτους μέλους, παρεχόμενη υπό ασυνήθεις όρους εξασφάλισης, διάρκειας και επιτοκίου.
(β) Ένα ίδρυμα θεωρείται ότι είναι δυνατόν να εξυγιανθεί, εάν είναι εφικτό και αξιόπιστο η αρχή εξυγίανσης είτε να το εκκαθαρίσει στο πλαίσιο κανονικών διαδικασιών αφερεγγυότητας είτε να το εξυγιάνει, εφαρμόζοντας στο ίδρυμα τα διάφορα μέτρα και εξουσίες εξυγίανσης, μειώνοντας παράλληλα στον ελάχιστο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε σημαντική δυσμενή συνέπεια στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δημοκρατίας, ακόμη και σε περιστάσεις ευρύτερης χρηματοπιστωτικής αστάθειας ή γεγονότων που αφορούν το σύνολο του συστήματος, ή άλλων κρατών μελών ή της ΕΕ, και με προοπτική να διασφαλιστεί η συνέχιση των κρίσιμων λειτουργιών που επιτελούνται από το ίδρυμα.
(γ) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει εγκαίρως την ΕΑΤ κάθε φορά που κάποιο ίδρυμα θεωρείται ότι δεν είναι δυνατόν να εξυγιανθεί.
(2) Για τους σκοπούς της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης εξετάζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:
(α) Το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα είναι σε θέση να καταγράψει βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και κρίσιμες λειτουργίες σε νομικά πρόσωπα·
(β) το βαθμό στον οποίο ευθυγραμμίζονται οι νομικές και εταιρικές δομές με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες·
(γ) το βαθμό στον οποίο προβλέπονται ρυθμίσεις για την παροχή απαραίτητου προσωπικού, υποδομών, χρηματοδότησης, ρευστότητας και κεφαλαίων για τη στήριξη και τη διατήρηση των βασικών επιχειρηματικών τομέων και των κρίσιμων λειτουργιών·
(δ) την ύπαρξη και την αρτιότητα των συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών·
(ε) το βαθμό στον οποίο οι συμφωνίες παροχής υπηρεσιών τις οποίες διατηρεί το ίδρυμα είναι πλήρως εκτελεστές σε περίπτωση εξυγίανσης του ιδρύματος·
(στ) το βαθμό στον οποίο η δομή διακυβέρνησης του ιδρύματος επαρκεί για τη διαχείριση και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις εσωτερικές πολιτικές του ιδρύματος όσον αφορά τις συμφωνίες του για το επίπεδο υπηρεσιών·
(ζ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα διαθέτει διαδικασία για τη μεταβίβαση των υπηρεσιών που παρέχονται βάσει συμφωνιών για το επίπεδο υπηρεσιών σε τρίτα μέρη, σε περίπτωση διαχωρισμού των κρίσιμων λειτουργιών ή βασικών επιχειρηματικών τομέων·
(η) το βαθμό στον οποίο προβλέπονται σχέδια και μέτρα έκτακτης ανάγκης για να διασφαλιστεί η συνέχεια της πρόσβασης σε συστήματα πληρωμών και διακανονισμού·
(θ) την επάρκεια των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης για τη διασφάλιση ότι οι αρχές εξυγίανσης είναι σε θέση να συγκεντρώσουν ακριβείς και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τους βασικούς επιχειρηματικούς τομείς και τις κρίσιμες λειτουργίες, προκειμένου να διευκολυνθεί η ταχεία λήψη αποφάσεων·
(ι) τη δυνατότητα των πληροφοριακών συστημάτων διοίκησης να παρέχουν τις απαραίτητες πληροφορίες για την αποτελεσματική εξυγίανση του ιδρύματος ανά πάσα στιγμή, ακόμη και υπό ταχέως μεταβαλλόμενες συνθήκες·
(ια) τον βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει υποβάλει σε δοκιμή τα πληροφοριακά του συστήματα διοίκησης σε σενάρια προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων που προσδιορίζονται από την αρχή εξυγίανσης·
(ιβ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα μπορεί να διασφαλίσει τη συνέχεια των πληροφοριακών του συστημάτων διοίκησης, όσον αφορά τόσο το θιγόμενο ίδρυμα όσο και το νέο ίδρυμα, σε περίπτωση που οι κρίσιμες λειτουργίες και οι βασικοί επιχειρηματικοί τομείς διαχωριστούν από τις υπόλοιπες λειτουργίες και επιχειρηματικούς τομείς·
(ιγ) το βαθμό στον οποίο το ίδρυμα έχει καθιερώσει κατάλληλες διαδικασίες για τη διασφάλιση ότι παρέχει στην αρχή εξυγίανσης τις αναγκαίες πληροφορίες για τον εντοπισμό των καταθετών και των ποσών που καλύπτονται από τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων·
(ιδ) κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιηθούν τα μέτρα εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των διαθέσιμων μέτρων εξυγίανσης και της δομής του ιδρύματος·
(ιε) την αξιοπιστία της χρησιμοποίησης των μέτρων εξυγίανσης κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τους στόχους της εξυγίανσης, δεδομένων των πιθανών επιπτώσεων στους πιστωτές, τους αντισυμβαλλόμενους, τους πελάτες και τους εργαζόμενους ·
(ιστ) το βαθμό στον οποίο μπορεί να εκτιμηθεί δεόντως ο αντίκτυπος της εξυγίανσης του ιδρύματος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην εμπιστοσύνη των χρηματοπιστωτικών αγορών·
(ιζ) το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος θα μπορούσε να έχει σημαντικές άμεσες ή έμμεσες δυσμενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στην εμπιστοσύνη της αγοράς ή στην οικονομία·
(ιη) το βαθμό στον οποίο, με την εφαρμογή των μέτρων και εξουσιών εξυγίανσης, μπορεί να περιοριστεί η μετάδοση σε άλλα ιδρύματα ή στις χρηματοπιστωτικές αγορές·
(ιθ) το βαθμό στον οποίο η εξυγίανση του ιδρύματος ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις στη λειτουργία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού.
(3) Η αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο γίνεται από την αρχή εξυγίανσης ταυτόχρονα και για τους σκοπούς κατάρτισης και επικαιροποίησης του σχεδίου εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 10.
(4) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εξετάσει το σχέδιο ανάκαμψης ιδρύματος που παρέχεται από αρμόδια αρχή, προκειμένου να προσδιορίσει δράσεις περιλαμβανόμενες στο σχέδιο ανάκαμψης οι οποίες ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά τη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος και να υποβάλει συστάσεις στην αρμόδια αρχή σχετικά με τα θέματα αυτά.