Εξουσία απαγόρευσης ορισμένων διανομών

19Α.-(1)(α)Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο είναι σε κατάσταση κατά την οποία πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας, όταν αυτή εξετάζεται επιπλέον της κάθε μίας από τις απαιτήσεις που αναφέρονται  στο άρθρο 22Γδις(α), (β) και (γ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 91(1)(α), (β) και (γ) του περί Κεφαλαιακής Επάρκειας ΕΠΕΥ Νόμου, αλλά δεν πληροί τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας όταν εξετάζεται επιπλέον των προϋποθέσεων που αναφέρονται στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, κατά τον υπολογισμό σύμφωνα με το άρθρο 25(2)(α) του παρόντος Νόμου, η αρχή εξυγίανσης δύναται, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει στο εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο τη διανομή μεγαλύτερου ποσού από το μέγιστο διανεμητέο ποσό που συνδέεται με την ελάχιστη απαίτηση για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (εφεξής στο παρόν άρθρο, «το M-MDA») που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου μέσω οποιασδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:

(i) Διανομή σε σχέση με κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1·

(ii) δημιουργία υποχρέωσης καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής ή προαιρετικών συνταξιοδοτικών παροχών ή καταβολής κυμαινόμενης αμοιβής, εάν η υποχρέωση καταβολής δημιουργήθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν ικανοποιούσε τη συνδυασμένη απαίτηση αποθέματος ασφαλείας· ή

(iii) πληρωμές σε πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1.

(β) Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), ενημερώνει αμέσως την αρχή εξυγίανσης σχετικά.

(2)(α) Όταν συντρέχει η κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, εκτιμά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, εάν θα ασκήσει την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

(i) Την αιτία, τη διάρκεια και την έκταση της μη εκπλήρωσης και τον αντίκτυπό της στη δυνατότητα εξυγίανσης·

(ii) την εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου και την πιθανότητα, στο εγγύς μέλλον, να πληροί την προϋπόθεση που αναφέρεται στο άρθρο 42(1)(α)·

(iii) την προοπτική ότι το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση με τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) σε εύλογο χρονικό διάστημα·

(iv) όταν το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο αδυνατεί να αντικαταστήσει υποχρεώσεις που δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια επιλεξιμότητας ή ληκτότητας που προβλέπονται στα Άρθρα 72β και 72γ του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 ή στο άρθρο 25Α ή 25Ε(3) του παρόντος Νόμου, εάν η αδυναμία είναι ιδιοσυγκρασιακής φύσης ή οφείλεται σε διατάραξη στο σύνολο της αγοράς·

(v) εάν η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) είναι το πλέον κατάλληλο και αναλογικό μέσο για την αντιμετώπιση της κατάστασης του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, λαμβάνοντας υπόψη τις πιθανές επιπτώσεις της τόσο στους όρους χρηματοδότησης όσο και στη δυνατότητα εξυγίανσης του οικείου ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.

(β) Η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση για το εάν θα ασκήσει την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) εξουσία τουλάχιστον κάθε μήνα, εφόσον το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο εξακολουθεί να βρίσκεται στην κατάσταση που αναφέρεται στο εδάφιο (1).

(3)(α) Εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει ότι το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο εξακολουθεί να βρίσκεται στην αναφερόμενη στο εδάφιο (1) κατάσταση εννέα (9) μήνες μετά την κοινοποίησή της από το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, η αρχή εξυγίανσης, μετά από διαβούλευση με την αρμόδια αρχή η οποία ανταποκρίνεται στο αίτημα της αρχής εξυγίανσης για διαβούλευση, ασκεί την εξουσία που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εκτός εάν η αρχή εξυγίανσης διαπιστώνει, μετά από αξιολόγηση, ότι πληρούνται τουλάχιστον δύο από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Η μη εκπλήρωση οφείλεται σε σοβαρή διαταραχή της λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, η οποία οδηγεί σε εκτεταμένες πιέσεις που ασκούνται στη χρηματοπιστωτική αγορά σε διάφορα τμήματά της·

(ii) η διαταραχή που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) δεν επιφέρει μόνο την αυξημένη μεταβλητότητα των τιμών των μέσων ιδίων κεφαλαίων και των μέσων επιλέξιμων υποχρεώσεων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου ή αυξημένο κόστος για το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, αλλά οδηγεί επίσης σε πλήρες ή μερικό κλείσιμο των αγορών που εμποδίζει το ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να εκδώσει μέσα ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων στις εν λόγω αγορές·

(iii) το κλείσιμο της αγοράς που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ii) δεν παρατηρείται μόνο για το οικείο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο, αλλά και για διάφορες άλλες οντότητες·

(iv) η διαταραχή που αναφέρεται στην  υποπαράγραφο (i) εμποδίζει το οικείο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο από την έκδοση μέσων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων επαρκών για τη θεραπεία της μη συμμόρφωσης·

(v) η άσκηση της εξουσίας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) οδηγεί σε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες για μέρος του τραπεζικού τομέα, ως εκ τούτου υπονομεύοντας δυνητικά τη χρηματο-πιστωτική σταθερότητα.

(β) Όταν εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α), η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της και επεξηγεί γραπτώς την εκτίμησή της.

(γ) Κάθε μήνα, η αρχή εξυγίανσης προβαίνει σε επανεκτίμηση κατά πόσον εφαρμόζεται η εξαίρεση που αναφέρεται στην παράγραφο (α).

(4)(α) Το M-MDA υπολογίζεται πολλαπλασιάζοντας το ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (5) με τον συντελεστή που καθορίζεται σύμφωνα με το εδάφιο (6).

(β) Το M-MDA μειώνεται κατά οποιοδήποτε ποσό που προκύπτει από οποιαδήποτε από τις ενέργειες που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1).

(5) Το ποσό που πρέπει να πολλαπλασιαστεί σύμφωνα με το εδάφιο (4) υπολογίζεται ως ΕΚ+ΚΤΧ-ΠΦ, όπου-

ΕΚ:    τυχόν ενδιάμεσα κέρδη που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου·

ΚΤΧ: τυχόν κέρδη τέλους χρήσεως που δεν έχουν συμπεριληφθεί στο κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το Άρθρο 26, παράγραφος 2, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 μετά την αφαίρεση τυχόν διανομής των κερδών ή οποιασδήποτε πληρωμής ως αποτέλεσμα των ενεργειών που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (ii) ή (iii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου·

ΠΦ: τα ποσά που θα ήταν πληρωτέα ως φόρος εάν τα κέρδη ΕΚ και ΚΤΧ παρέμεναν ως αδιανέμητα κέρδη.

(6)(α) Ο συντελεστής που αναφέρεται στο εδάφιο (4) καθορίζεται ως εξής:

(i) Όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του πρώτου (δηλαδή του χαμηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι μηδέν (0)·

(ii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του δεύτερου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι είκοσι ποσοστιαίες μονάδες (0,2)·

(iii) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τρίτου τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι σαράντα ποσοστιαίες μονάδες (0,4)·

(iv) όταν το κεφάλαιο κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 που τηρεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο και το οποίο δεν χρησιμοποιείται για τις απαιτήσεις που θεσπίζονται στο Άρθρο 92α του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και στα άρθρα 25Β και 25Γ του παρόντος Νόμου, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του συνολικού ποσού έκθεσης σε κίνδυνο που υπολογίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, είναι εντός του τέταρτου (δηλαδή του υψηλότερου) τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας, ο συντελεστής είναι εξήντα ποσοστιαίες μονάδες (0,6)·

(β) Το κατώτατο και το ανώτατο όριο του κάθε τεταρτημορίου της συνδυασμένης απαίτησης αποθέματος ασφαλείας υπολογίζονται ως εξής:

 

όπου Qn = ο αριθμός του σχετικού τεταρτημορίου.