12.-(1)(α) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει την εφαρμογή απλουστευμένων απαιτήσεων σε σχέση με -
(i) Το περιεχόμενο και τις λεπτομέρειες των σχεδίων εξυγίανσης που προβλέπονται στα άρθρα 10 και 11·
(ii) την καταληκτική ημερομηνία για την κατάρτιση των πρώτων σχεδίων εξυγίανσης και τη συχνότητα επικαιροποίησης των σχεδίων εξυγίανσης, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη εκείνης που προβλέπεται στο άρθρο 10(6) και στο άρθρο 14(4) ή στο άρθρο 15(4), κατά περίπτωση·
(iii) το περιεχόμενο και τα επιμέρους στοιχεία των πληροφοριών που απαιτούνται από τα ιδρύματα, όπως προβλέπεται στα άρθρα 11(2) και 13(1)·
(iv) το εύρος των λεπτομερειών για την αξιολόγηση της δυνατότητας εξυγίανσης που προβλέπεται στα άρθρα 18 και 19:
(β) Για σκοπούς της παραγράφου (α), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη –
(i) Τις επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει η αφερεγγυότητα του ιδρύματος λόγω της φύσης των επιχειρηματικών του εργασιών, της μετοχικής δομής του, της νομικής μορφής, του προφίλ κινδύνου, του μεγέθους και του νομικού καθεστώτος του, της διασύνδεσής του με άλλα ιδρύματα ή με το χρηματοπιστωτικό σύστημα γενικότερα, του εύρους και της πολυπλοκότητας των εργασιών του, και
(ii) σε περίπτωση ΣΠΙ, τη σύνδεσή του με τον κεντρικό φορέα, και
(iii) κατά πόσο η αφερεγγυότητά του ιδρύματος και η επακόλουθη εκκαθάρισή του υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας είναι πιθανόν να έχουν σημαντική αρνητική επίπτωση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, σε άλλα ιδρύματα ή στους όρους χρηματοδότησης ή στην ευρύτερη οικονομία.
(2) Η αρχή εξυγίανσης πραγματοποιεί την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) έπειτα από διαβούλευση, όποτε ενδείκνυται, με την αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας.
(3) H αρχή εξυγίανσης δύναται ανά πάσα στιγμή να εφαρμόσει πλήρεις, μη απλουστευμένες απαιτήσεις για το καταρτισμό σχεδίων εξυγίανσης εάν οποιαδήποτε από τις περιστάσεις που δικαιολογούσαν τις απλουστευμένες απαιτήσεις έχει πάψει να υφίσταται.
(4) Η εφαρμογή απλουστευμένων απαιτήσεων δεν επηρεάζει αφ’ εαυτής τις εξουσίες της αρχής εξυγίανσης να λαμβάνει μέτρα πρόληψης κρίσεων ή μέτρα διαχείρισης κρίσεων.
(5) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (6) και (7), η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίζει το μη καταρτισμό και τη μη διατήρηση σχεδίου εξυγίανσης ΣΠΙ συνδεδεμένο με κεντρικό φορέα.
(6)(α) Όταν η αρχή εξυγίανσης λάβει απόφαση σύμφωνα με το εδάφιο (5), οι απαιτήσεις του παρόντος Κεφαλαίου εφαρμόζονται σε ενοποιημένη βάση στον κεντρικό φορέα και στα ΣΠΙ που συνδέονται με αυτόν.
(β) Για τους σκοπούς της παραγράφου (α), κάθε αναφορά σε όμιλο που γίνεται στο παρόν Κεφάλαιο περιλαμβάνει τον κεντρικό φορέα και τα ΣΠΙ που συνδέονται με αυτόν κατά την έννοια του Άρθρου 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις θυγατρικές τους, και κάθε αναφορά σε μητρικές επιχειρήσεις ή ιδρύματα που υπόκεινται σε ενοποιημένη εποπτεία περιλαμβάνει και τον κεντρικό φορέα, σύμφωνα με τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο.
(7) Τα ιδρύματα που τελούν υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 6, παράγραφος 4, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013, υπόκεινται σε χωριστά σχέδια εξυγίανσης.
(8) Η αρχή εξυγίανσης ενημερώνει την ΕΑΤ για τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζει τα εδάφια (1), (4), (5) και (6).