10.-(1)(α) Η Αρμόδια Αρχή δύναται, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζει, να εξουσιοδοτεί γραπτώς, οποιοδήποτε δημόσιο λειτουργό ή τμήμα ή υπηρεσία της Δημοκρατίας, να ασκεί εκ μέρους της οποιαδήποτε εξουσία ασκείται από αυτή, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των εκδιδομένων δυνάμει αυτού Κανονισμών ή διαταγμάτων, είτε ολικώς είτε ως προς μέρος αυτής, μετά από διαβούλευση και συνομολόγηση έγγραφης συμφωνίας με τον εν λόγω δημόσιο λειτουργό, τμήμα ή υπηρεσία της Δημοκρατίας.
(β) Στην πιο πάνω συμφωνία καθορίζεται ρητά η συγκεκριμένη εξουσία, η οποία ανατίθεται σε δημόσιο λειτουργό, τμήμα ή υπηρεσία της Δημοκρατίας, η έκταση αυτής καθώς και η έναρξη και η λήξη της χρονικής περιόδου, εντός της οποίας αυτή ασκείται.
(γ) Ο εν λόγω δημόσιος λειτουργός, το εν λόγω τμήμα ή η εν λόγω υπηρεσία της Δημοκρατίας, τηρεί τις εν γένει αρχές οι οποίες εφαρμόζονται κατά την άσκηση των εξουσιών της Αρμόδιας Αρχής, όπως και τις επί τούτω οδηγίες αυτής.
(2) Σε περίπτωση που, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δημόσιος λειτουργός, τμήμα ή υπηρεσία της Δημοκρατίας ασκεί εξουσία, την οποία ο παρών Νόμος ή οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού Κανονισμοί χορηγεί ή αναθέτει αντίστοιχα, σε άλλο δημόσιο λειτουργό, τμήμα ή υπηρεσία της Δημοκρατίας, ο παρών Νόμος και οι εκδιδόμενοι δυνάμει αυτού Κανονισμοί εφαρμόζονται ως εάν να είχαν χορηγήσει ρητά την εν λόγω εξουσία στον ασκούντα την εν λόγω εξουσία δημόσιο λειτουργό, στο τμήμα ή στην υπηρεσία.
(3) Η Αρμόδια Αρχή δύναται, οποτεδήποτε το κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, να τροποποιεί με τη σύμφωνη γνώμη του τμήματος ή της υπηρεσίας της Δημοκρατίας ή να ανακαλεί, απόφασή της για εξουσιοδότηση, η οποία λήφθηκε με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1).