20.-(1) Πρόσωπο το οποίο, οικειοθελώς και χωρίς να αποβλέπει σε ίδιο όφελος παρέχει στην Επιτροπή ή στις οικείες ομοσπονδίες ή στις διωκτικές αρχές πληροφορίες, που καλόπιστα και εύλογα πιστεύει ότι τείνουν να αποκαλύψουν ότι διαπράχθηκε ή διαπράττεται ή πρόκειται να διαπραχθεί οποιαδήποτε πράξη διαφθοράς δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή συνεργάζεται με αυτές, για την διερεύνηση πράξης διαφθοράς ή παράβασης οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου, τυγχάνει προστασίας όπως προβλέπεται στις διατάξεις των εδαφίων (2) έως (5).
(2) Δεν δημοσιεύεται ή αποκαλύπτεται με οποιοδήποτε τρόπο η ταυτότητα προσώπου που ενεργεί όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) ή οποιοδήποτε στοιχείο που τείνει να τον ταυτοποιήσει καθώς και το περιεχόμενο ή μέρος του περιεχομένου τυχόν έγγραφης αναφοράς του, εκτός μόνο σε περίπτωση συγκατάθεσής του:
(3) Πρόσωπο που ενεργεί όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) δεν δύναται να θεωρηθεί ότι παραβίασε όρο συμφωνίας ή εθιμικό κανόνα πίστης ή εμπιστευτικότητας ή εχεμύθειας και δεν υπέχει ποινική, πειθαρχική ή αστική ευθύνη για την αποκάλυψη.
(4) Σε περίπτωση που το πρόσωπο που ενήργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) δεσμεύεται με συμβόλαιο με οποιανδήποτε αθλητική εταιρεία ή αθλητικό σωματείο ή αθλητική ομοσπονδία και το συμβόλαιο διακόπτεται μονομερώς από την εν λόγω εταιρεία ή σωματείο ή ομοσπονδία ή απολύεται ή εξαναγκάζεται σε λύση συμβολαίου, θεωρείται ότι το συμβόλαιο λύθηκε παράνομα, εκτός εάν η αθλητική εταιρεία ή το αθλητικό σωματείο ή η αθλητική ομοσπονδία αποδείξει ότι οι ενέργειες αυτές δεν οφείλονται ή δεν συνδέονται ή ουδεμία σχέση έχουν με την αποκάλυψη που προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(5) Σε περίπτωση που πρόσωπο, το οποίο ενήργησε όπως προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, που έχει σχέση με την αποκάλυψη, το πρόσωπο αυτό δύναται να θεωρηθεί μάρτυρας που χρήζει βοήθειας από το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, κατόπιν αίτησης είτε από το ίδιο το πρόσωπο είτε από το άλλο μέρος στη διαδικασία είτε αυτεπάγγελτα και σε τέτοια περίπτωση εφαρμόζεται σε σχέση με το πρόσωπο αυτό η διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του ΜΕΡΟΥΣ ΙΙΙ του Νόμου αυτού: