35.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή δύναται να απαγορεύει τον απόπλου των πλοίων στα οποία εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου, εάν δεν τηρούν τις απαιτήσεις των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 5, του εδαφίου (2) του άρθρου 6 και του εδαφίου (3) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου και των δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Εφόσον κατά την επιθεώρηση η αρμόδια αρχή διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1), προβαίνει σε βεβαίωση της παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία και δύναται να απαγορεύσει τον απόπλου του πλοίου μέχρις ότου βεβαιωθεί ότι έχει αποκατασταθεί η αιτία της μη συμμόρφωσής του και, όπου αυτό εφαρμόζεται, καταβάλλεται οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ήθελε επιβληθεί κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 36:
(3) Τα έξοδα επιθεώρησης του πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστασης της παράβασης βαρύνουν το πλοίο και καταβάλλονται προ της άρσης της απαγόρευσης απόπλου.
(4) Κατά την άσκηση του ελέγχου από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, πρέπει να καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση πλοίου.
(5) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δικαιούται αποζημίωση για τις τυχόν απώλειες ή ζημιά που έχει υποστεί: