19.-(1) Το επιβαλλόμενο διοικητικό πρόστιμο υπολογίζεται ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης.
(2) Κατά την επιβολή του διοικητικού προστίμου, η αρμόδια αρχή δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντί της από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(3) Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται, με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής, που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπο του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(4) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου, επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος, μέσα σε προθεσμία εβδομήντα πέντε (75) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου στον παραβάτη.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από της κοινοποίησης της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή σε περίπτωση που ασκήθηκε προσφυγή, μετά την έκδοση μη ακυρωτικής δικαστικής απόφασης.