98.-(1)(α) Με την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας, κατά το άρθρο 97, αγορεύει πρώτα η πλευρά του διαδίκου που κάλεσε τελευταίος μάρτυρα και στη συνέχεια η άλλη πλευρά και η Πειθαρχική Επιτροπή εκδίδει γραπτή αιτιολογημένη απόφαση με την οποία αποφασίζει κατά πόσον έχει αποδειχθεί ή όχι ότι ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο είναι ένοχο για το πειθαρχικό αδίκημα για το οποίο κατηγορείται και, κατά περίπτωση, καταδικάζει τον κατηγορούμενο ή τον απαλλάσσει.
(β) Εάν ο κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή το κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο αντιμετωπίζει περισσότερες από μία κατηγορίες, η Πειθαρχική Επιτροπή δύναται να τον βρει ένοχο σε σχέση με κάποια ή κάποιες κατηγορίες και να τον απαλλάξει σε σχέση με άλλη ή άλλες.
(2) Σε περίπτωση που κατηγορούμενος νόμιμος ελεγκτής ή κατηγορούμενο νόμιμο ελεγκτικό γραφείο κρίνεται ένοχο και καταδικάζεται, η Πειθαρχική Επιτροπή, αφού ακούσει αυτόν/ό ως προς την επιμέτρηση της ποινής, εκδίδει γραπτή αιτιολογημένη απόφαση με την οποία του επιβάλλει οποιανδήποτε από τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 109.
(3)(α) Οι αποφάσεις της Πειθαρχικής Επιτροπής, ενεργούσα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, λαμβάνονται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας η απόφαση είναι υπέρ του κατηγορουμένου.
(β) Οποιαδήποτε άλλη απόφαση της Επιτροπής λαμβάνεται με απλή πλειοψηφία και σε περίπτωση ισοψηφίας ο Πρόεδρός της έχει νικώσα ψήφο.
(4) Κάθε απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής υπογράφεται από τον Πρόεδρό της και απαγγέλλεται σε δημόσια ακρόαση, εκτός εάν η ακροαματική διαδικασία που προηγήθηκε είχε διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών κατόπιν σχετικής απόφασης της Πειθαρχικής Επιτροπής προς το συμφέρον της δικαιοσύνης.
(5)(α) Το πρωτότυπο της απόφασης της Επιτροπής επιδίδεται χωρίς καθυστέρηση στο Συμβούλιο μαζί με πλήρες πρακτικό της πειθαρχικής δίκης.
(β) Αντίγραφο της απόφασης και πλήρες πρακτικό της πειθαρχικής δίκης επιδίδεται χωρίς καθυστέρηση στον κατηγορηθέντα νόμιμο ελεγκτή ή στο κατηγορηθέν νόμιμο ελεγκτικό γραφείο.
(6) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου θεωρείται ως διάταγμα δικαστηρίου συνοπτικής δικαιοδοσίας και εκτελείται κατά τον ίδιο τρόπο όπως το διάταγμα του εν λόγω δικαστηρίου.
(7) Κάθε απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, αφορούσα την ενοχή και καταδίκη ή μη κατηγορούμενου νόμιμου ελεγκτή ή κατηγορούμενου ελεγκτικού γραφείου και την τυχόν επιβολή πειθαρχικής κύρωσης, υπόκειται σε προσφυγή σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.