78.-(1) Κάθε οντότητα δημόσιου συμφέροντος οφείλει να διαθέτει επιτροπή ελέγχου η οποία πρέπει να -
(α) Αποτελεί είτε ανεξάρτητη επιτροπή είτε επιτροπή του διοικητικού ή του εποπτικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας˙ και
(β) αποτελείται από μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου και/ή μέλη του εποπτικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας ή/και μέλη διορισμένα από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας ή, στην περίπτωση οντοτήτων χωρίς μετόχους, από ισοδύναμο όργανο.
(2) Τουλάχιστον ο πρόεδρος της επιτροπής ελέγχου πρέπει να διαθέτει επάρκεια γνώσεων στον τομέα της λογιστικής και/ ή του ελέγχου και, στο σύνολό τους, τα μέλη της πρέπει να διαθέτουν επάρκεια γνώσεων στον τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται η ελεγχόμενη οντότητα.
(3) Τα μέλη της επιτροπής ελέγχου πρέπει να είναι στην πλειονότητά τους ανεξάρτητα από την ελεγχόμενη οντότητα.
(4) Ο πρόεδρος της επιτροπής ελέγχου πρέπει να διορίζεται από τα μέλη της ή από το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας και οφείλει να είναι ανεξάρτητος από την ελεγχόμενη οντότητα.
(5) Χωρίς επηρεασμό της ευθύνης των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού οργάνου ή άλλων μελών που έχουν διορισθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας, η επιτροπή ελέγχου, μεταξύ άλλων -
(α) Ενημερώνει το διοικητικό ή το εποπτικό όργανο της ελεγχόμενης οντότητας για το αποτέλεσμα του υποχρεωτικού ελέγχου και επεξηγεί πώς συνέβαλε ο υποχρεωτικός έλεγχος στην ακεραιότητα της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και ποιος ήταν ο ρόλος της επιτροπής ελέγχου στην εν λόγω διαδικασία·
(β) παρακολουθεί τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης και υποβάλλει συστάσεις ή προτάσεις για την εξασφάλιση της ακεραιότητάς της˙
(γ) παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου διασφάλισης της ποιότητας και διαχείρισης κινδύνων της επιχείρησης και, κατά περίπτωση, του τμήματος εσωτερικού ελέγχου της, όσον αφορά τη χρηματοοικονομική πληροφόρηση της ελεγχόμενης οντότητας, χωρίς να παραβιάζει την ανεξαρτησία της οντότητας αυτής·
(δ) παρακολουθεί τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων οικονομικών καταστάσεων και ιδίως την απόδοσή της, λαμβάνοντας υπόψη οποιαδήποτε πορίσματα και συμπεράσματα της αρμόδιας αρχής κατά το Άρθρο 26, παράγραφος 6, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014˙
(ε) ανασκοπεί και παρακολουθεί την ανεξαρτησία των νόμιμων ελεγκτών ή των ελεγκτικών γραφείων κατά τα άρθρα 58, 59, 60, 63 και 64 του παρόντος Νόμου καθώς και το Άρθρο 6 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014 και ιδίως την καταλληλότητα της παροχής συμπληρωματικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα κατά το Άρθρο 5 αυτού του Κανονισμού˙
(στ) είναι υπεύθυνη για τη διαδικασία επιλογής νόμιμων ελεγκτών ή ελεγκτικών γραφείων και προτείνει τους νόμιμους ελεγκτές ή τα νόμιμα ελεγκτικά γραφεία που διορίζονται κατά το Άρθρο 16 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 537/2014, εκτός εάν εφαρμόζεται το Άρθρο 16, παράγραφος 8, αυτού του Κανονισμού.
(6) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, αρμόδια αρχή για τον έλεγχο της συμμόρφωσης και την επιβολή διοικητικών κυρώσεων είναι –
(α) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για οντότητες που διέπονται από το κυπριακό δίκαιο των οποίων οι μεταβιβάσιμοι τίτλοι είναι εισηγμένοι προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη ή ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους, εξαιρουμένων πιστωτικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων,
(β) η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου για οντότητες οι οποίες είναι πιστωτικά ιδρύματα,
(γ) ο Έφορος Ασφαλίσεων για οντότητες οι οποίες είναι ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις:
(7) Σε κάθε περίπτωση, εφόσον διαπιστωθεί παράβαση που δικαιολογεί την επιβολή διοικητικών κυρώσεων από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ή την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ή τον Έφορο Ασφαλίσεων, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία τα άρθρα 102, 109 (1) (στ), 109 (1) (ζ), 109 (1) (η) σημείο (ι) και 109 (3) του Νόμου.