57.-(1) Όλοι οι νόμιμοι ελεγκτές και όλα τα νόμιμα ελεγκτικά γραφεία υπόκεινται σε αρχές επαγγελματικής δεοντολογίας οι οποίες καλύπτουν τουλάχιστον την ιδιότητά τους ως προστατών του δημοσίου συμφέροντος, την ακεραιότητα και την αντικειμενικότητά τους, καθώς και την επαγγελματική τους ικανότητα και τη δέουσα επιμέλεια.
(2) Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα νόμιμα ελεγκτικά γραφεία οφείλουν να συμμορφώνονται –
(α)Τηρουμένης της παραγράφου (β), με τον Κώδικα Δεοντολογίας, ή
(β) με μέτρα βασιζόμενα επί των αρχών της επαγγελματικής δεοντολογίας και θεσπιζόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(3) Κατά τη διενέργεια του υποχρεωτικού ελέγχου, κάθε νόμιμος ελεγκτής και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο διατηρεί τον επαγγελματικό του προβληματισμό καθ' όλη τη διάρκεια του ελέγχου, αναγνωρίζοντας την πιθανότητα ύπαρξης ουσιώδους σφάλματος λόγω γεγονότων ή συμπεριφοράς που φανερώνουν παρατυπίες, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης απάτης ή σφάλματος, ανεξαρτήτως της εμπειρίας που έχει αποκομίσει στο παρελθόν ο ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο σχετικά με την ειλικρίνεια και την ακεραιότητα της διοίκησης της ελεγχόμενης οντότητας και των προσώπων που έχουν επιφορτιστεί με τη διακυβέρνησή της.
(4) Κάθε νόμιμος ελεγκτής και νόμιμο ελεγκτικό γραφείο επιδεικνύει επαγγελματικό προβληματισμό ιδίως κατά την ανασκόπηση των εκτιμήσεων της διοίκησης σχετικά με την εύλογη αξία, την απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, τις προβλέψεις και τις μελλοντικές ταμειακές ροές σχετικά με τη δυνατότητα της οντότητας να συνεχίσει τις δραστηριότητές της.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «επαγγελματικός προβληματισμός» σημαίνει τη συμπεριφορά που περιλαμβάνει διάθεση αμφισβήτησης, επαγρύπνηση απέναντι σε συνθήκες που ενδέχεται να υποδεικνύουν πιθανή ανακρίβεια λόγω σφάλματος ή απάτης και κριτική αξιολόγηση των αποδεικτικών εγγράφων του ελέγχου.