58.-(1)(α) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη μεθοδολογία για τον υπολογισμό που καθορίζει σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του Άρθρου 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεσπίζει και εφαρμόζει όρια θέσης σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που δύναται να κατέχει κατά πάντα χρόνο ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων. Τα όρια καθορίζονται στη βάση όλων των θέσεων που κατέχονται από ένα πρόσωπο και εκείνων που κατέχονται για λογαριασμό του σε συγκεντρωτικό επίπεδο ομίλου, προκειμένου να-
(i) Αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς· και
(ii) υποστηρίζονται ομαλές συνθήκες τιμολόγησης και διακανονισμού, περιλαμβανομένης της αποφυγής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και της διασφάλισης, ειδικότερα, της σύγκλισης μεταξύ των τιμών των παραγώγων κατά το μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, χωρίς επηρεασμό της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.
(β) Όρια θέσεων δεν εφαρμόζονται σε θέσεις που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή για λογαριασμό της και οι οποίες έχει διαπιστωθεί κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας.
(2) Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης την οποία δύναται να κατέχει πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.
(3)(α) Η Επιτροπή θέτει όρια για κάθε σύμβαση παραγώγου επί εμπορευμάτων που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Το εν λόγω όριο θέσης ισχύει και για οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.
(β) Η Επιτροπή επανεξετάζει τα όρια θέσης όταν υπάρχει σημαντική μεταβολή στην παραδοτέα ποσότητα ή τις ανοικτές θέσεις ή οποιαδήποτε άλλη σημαντική μεταβολή στην αγορά, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων από την Επιτροπή, και αναπροσαρμόζει το όριο θέσης σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που αναπτύσσει η ΕΑΚΑΑ.
(4) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθεται να θέσει σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του Άρθρου 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνωμοδότηση η οποία της απευθύνεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν η Επιτροπή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.
(5)(α) Όταν το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικούς όγκους σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες και ο υψηλότερος όγκος συναλλαγών είναι σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ή σε ΠΜΔ ή ΟΜΔ ο οποίος διαχειρίζεται από ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, η Επιτροπή θεσπίζει ένα ενιαίο όριο θέσης, το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές με τη συγκεκριμένη σύμβαση παραγώγου. Η Επιτροπή συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικούς όγκους το εν λόγω παράγωγο, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης.
(β) Όταν η αρμόδια αρχή τόπου διαπραγμάτευσης με υψηλότερο όγκο συναλλαγών είναι άλλη από την Επιτροπή και η Επιτροπή διαφωνεί με το ενιαίο όριο θέσης, η Επιτροπή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ γραπτώς και λεπτομερώς όλους τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις του εδαφίου (1).
(γ) Η Επιτροπή συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, συμπεριλαμβανομένης της ανταλλαγής των σχετικών στοιχείων μεταξύ τους, με τις αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το ίδιο παράγωγο επί εμπορεύματος και τις αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσεων στο εν λόγω παράγωγο επί εμπορεύματος, προκειμένου να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση και η επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης.
(6) Οι ΚΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας οι οποίοι διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων. Οι έλεγχοι αυτοί περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης:
(α) Να ελέγχει τις ανοικτές θέσεις των προσώπων·
(β) να έχει πρόσβαση σε πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών εγγράφων, από πρόσωπα, σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό της θέσης ή του ανοίγματος που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν ρυθμίσεις συνεννόησης, καθώς και κάθε συναφές στοιχείο ενεργητικού ή συναφή υποχρέωση στην υποκείμενη αγορά·
(γ) να απαιτεί από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, ανάλογα με τη συγκεκριμένη περίπτωση, και να λαμβάνει μονομερώς ενδεδειγμένα μέτρα για να διασφαλίζει το κλείσιμο ή τον περιορισμό της θέσης, εάν το εν λόγω πρόσωπο δεν συμμορφώνεται·
(δ) να απαιτεί, όπου είναι σκόπιμο, από πρόσωπο να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο, σε προσωρινή βάση, με ρητή πρόθεση τον μετριασμό των επιπτώσεων μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.
(7) Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανείς και χωρίς διακρίσεις, καθορίζοντας πώς εφαρμόζονται στα πρόσωπα και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση, από τους συμμετέχοντες στην αγορά, των συμβάσεων που υποβάλλονται προς διαπραγμάτευση.
(8)(α) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει την Επιτροπή για τις λεπτομέρειες των ελέγχων διαχείρισης θέσεων.
(β) Η Επιτροπή κοινοποιεί τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει θεσπίσει, στην ΕΑΚΑΑ.
(9) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) όρια θέσεων επιβάλλονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιστ).
(10)(α) Η Επιτροπή δεν επιβάλλει όρια τα οποία είναι πιο περιοριστικά από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1), εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, που αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει στο διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στο διαδικτυακό τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων δύνανται να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.
(β) Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πιο περιοριστικά όρια θέσεων, το γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων.
(γ) Όταν η Επιτροπή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 13, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης, δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους που το πράττει αυτό.
(11) Η Επιτροπή δύναται να ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για-
(α) Θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που έχει θεσπίσει η Επιτροπή σε σχέση με συμβάσεις σε τόπους διαπραγμάτευσης που βρίσκονται ή λειτουργούν στη Δημοκρατία ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·
(β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.