87.-(1)(α) Εάν η Επιτροπή έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια ΕΠΕΥ που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία ΕΠΕΥ που έχει υποκατάστημα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι οποίες διατάξεις δεν παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.
(β) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η ΕΠΕΥ εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
(i) Αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) ΕΠΕΥ να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στη Δημοκρατία∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση· και
(ii) η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
(2)(α) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από την ΕΠΕΥ να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.
(β) Εάν η εν λόγω ΕΠΕΥ δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω ΕΠΕΥ θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.
(γ) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την Επιτροπή, η ΕΠΕΥ εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(δ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
(3)(α) Εάν η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.
(β) Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών στη Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχει πρόσβαση στους μηχανισμούς του σε εξ αποστάσεως μέλη του ή σε εξ αποστάσεως συμμετέχοντες, τα οποία μέλη ή συμμετέχοντες είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(γ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.
(4) Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (1), (2) ή (3), τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.