46.-(1) Κάθε πρόσωπο που,
(α) προβαίνει σε παράβαση οποιωνδήποτε όρων ή/και μέτρων έθεσε η Περιβαλλοντική Αρχή σε Περιβαλλοντική Έγκριση ή Αιτιολογημένη Διαπίστωση ή Γνωμοδότηση,
(β) προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή άρνηση συμμόρφωσης σε αντίθεση με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των διαταγμάτων ή κανονισμών ή αποφάσεων ή οδηγιών ή ειδοποιήσεων που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(γ) προβαίνει εν γνώσει του σε ψευδή ή παραπλανητική δήλωση,
(δ) εσκεμμένα ή από αμέλεια παραλείπει να ενεργήσει όπως διαλαμβάνεται στον παρόντα Νόμο ή παρέχει ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή ανακριβή στοιχεία ή παραλείπει στοιχεία ή αποκρύβει στοιχεία σε σχέση με οποιοδήποτε ζήτημα στα πλαίσια του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένων των πληροφοριών και Μελετών που ετοιμάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 και 26, αντίστοιχα και των σχετικών τους παραρτημάτων, ή/και
(ε) παρεμποδίζει επιθεωρητή στην εκτέλεση των καθηκόντων και εξουσιών που του ανατίθενται με βάση τον παρόντα Νόμο·
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000). Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, τα εν λόγω αδικήματα τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(2)(α) Αν, για οποιοδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα για τα οποία έχει προσαφθεί κατηγορία εναντίον προσώπου, υπάρχει ισχυρισμός ότι η διάπραξή του προκαλεί ή πρόκειται να προκαλέσει ρύπανση του περιβάλλοντος ή κίνδυνο στη δημόσια υγεία, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση προσωρινού διατάγματος, απαγορεύοντας τη συνέχιση ή την επανάληψη της ισχυριζόμενης παράνομης πράξης ή παράλειψης μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης αναφορικά με την οποία έχει προσαφθεί η κατηγορία.
(β) Το εν λόγω διάταγμα εκδίδεται από Πρόεδρο Επαρχιακού Δικαστηρίου κατόπιν αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(γ) Οι προϋποθέσεις έκδοσης τέτοιου διατάγματος διέπονται, τηρουμένων των αναλογιών, από τις διατάξεις του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και τους σχετικούς περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς.
(δ) Το προσωρινό διάταγμα μπορεί να εκδοθεί και μετά από μονομερή (ex parte) αίτηση, κατ΄ εφαρμογή, τηρουμένων των αναλογιών, των διατάξεων του άρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών. Στην περίπτωση αυτή, για σκοπούς καταχώρησης ενστάσεως ή για να καταδειχθεί εκ μέρους του αντίδικου λόγος ώστε να παύσει το εκδοθέν διάταγμα να παραμένει σε ισχύ, η σχετική προθεσμία που μπορεί να τεθεί από το Δικαστήριο δεν υπερβαίνει τις δεκατέσσερις (14) ημέρες.
(3) Επιπρόσθετα προς οποιαδήποτε ποινή επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), το δικαστήριο έχει εξουσία να διατάξει όπως το έργο αναφορικά με το οποίο διαπράχθηκε το ποινικό αδίκημα ή οποιοδήποτε τμήμα του έργου κατεδαφιστεί ή μετακινηθεί ή διαμορφωθεί κατάλληλα, ώστε να συμμορφώνεται με τους όρους που τυχόν συνοδεύουν την Περιβαλλοντική Έγκριση, ή την Αιτιολογημένη Διαπίστωση ή τη Γνωμοδότηση, όπως αυτοί περιλήφθηκαν στην Πολεοδομική Άδεια, ή την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου ή της κρατικής υπηρεσίας και να διατάξει την αποκατάσταση του περιβάλλοντος σε βάρος του υπευθύνου για το έργο και να καθορίσει το χρόνο μέσα στον οποίο ο καταδικασθείς οφείλει να συμμορφωθεί.
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (2) και/ ή (3), παραλείπει να συμμορφωθεί με το διάταγμα, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, ανεξαρτήτως αν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του εδαφίου (5) και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα (12) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πενήντα χιλιάδες Ευρώ (€ 50.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Σε περίπτωση που πρόσωπο, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (2) και/ ή (3), παραλείπει να συμμορφωθεί με το διάταγμα, τότε τα μέτρα μπορούν να ληφθούν από το Τμήμα και οι σχετικές δαπάνες εισπράττονται από το εν λόγω πρόσωπο ως αστικό χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
(6) Εάν για τη διάπραξη οποιουδήποτε από τα πιο πάνω αδικήματα ευθύνεται οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή-
(α) οποιουδήποτε από τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του εν λόγω νομικού προσώπου, ή
(β) του γενικού διευθυντή ή του διευθυντή ή του διευθύνοντος συμβούλου του νομικού προσώπου,
τότε η ποινική δίωξη για το αδίκημα μπορεί να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και όλων ή οποιωνδήποτε από τα πιο πάνω φυσικά πρόσωπα.