28.-(1) Όταν ο Διευθυντής παραλάβει τη Μελέτη σύμφωνα με τις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου προβαίνει, μέσα σε είκοσι (20) ημέρες από την παραλαβή της, σε εξέταση του περιεχομένου της, ώστε να διαπιστώσει κατά πόσον οι πληροφορίες που περιέχονται σε αυτή είναι επαρκείς και συγκεκριμένα εξετάζει-
(α) την επάρκεια της περιγραφής του έργου και των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών του χώρου που θα επηρεαστεί.
(β) αν είναι ορθά τα στοιχεία, ιδιαίτερα όσον αφορά όλες τις πηγές πιθανής ρύπανσης και/ή υποβάθμισης του περιβάλλοντος. και
(γ) αν έγινε ορθή χρήση κατάλληλων εργαλείων και μεθόδων ανίχνευσης, ανάλυσης και πρόβλεψης.
(2) Κατά την εξέταση της Μελέτης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να ζητήσει τις απόψεις των ενδιαφερόμενων υπηρεσιών ή/ και άλλων υπηρεσιών ή φορέων με εξειδικευμένες γνώσεις για το συγκεκριμένο έργο ή τις δυνητικές του επιπτώσεις στο περιβάλλον.
(3)(α) Αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Διευθυντής διαπιστώσει ότι υπάρχουν ελλείψεις στη Μελέτη, τις υποδεικνύει στον κύριο του έργου και ζητά τη συμπλήρωσή τους ή, αν κριθεί ότι η Μελέτη δεν είναι επαρκής, την επιστρέφει στον κύριο του έργου, υποδεικνύοντας οποιαδήποτε κενά στην ποιότητα της ή/ και τα σημεία που προκαλούν αμφιβολίες.
(β) Σε περίπτωση που απαιτείται η συμπλήρωση της Μελέτης ή που αυτή κρίνεται ανεπαρκής, η διαδικασία αξιολόγησης της Μελέτης και έκδοσης Γνωμοδότησης παγοποιείται.
(4) Ο κύριος του έργου υποβάλλει στο Διευθυντή συμπληρωμένη Μελέτη, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται στις παρατηρήσεις που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3).
(5) Η Περιβαλλοντική Αρχή, αφού διασφαλίσει την επάρκεια του περιεχόμενου της Μελέτης, την υποβάλλει στην Επιτροπή, η οποία, αφού την παραλάβει, προχωρεί στην τεχνική της αξιολόγηση, λαμβάνοντας υπόψη και τις απόψεις ή παραστάσεις τρίτων προσώπων που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 και τα αποτελέσματα της δημόσιας διαβούλευσης που διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 26 και, όπου ισχύει, της δημόσιας ακρόασης που διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 και προβαίνει σε ετοιμασία πρακτικών, τα οποία περιλαμβάνουν τις θέσεις και εισηγήσεις των μελών της Επιτροπής που αναφέρονται στις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 10 και όσους καλούνται να παραστούν σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 11.