13.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αναστείλει την άδεια αδειοδοτημένου διαχειριστή-
(α) Όταν υφίσταται υποψία παράβασης του παρόντος Νόμου ή/και των οδηγιών της Κεντρικής Τράπεζας ή/και των όρων της άδειας του αδειοδοτημένου διαχειριστή, ή/και
(β) σε περίπτωση κατά την οποία, σταθμίζοντας τη βαρύτητα των παραβάσεων που αναφέρονται στο άρθρο 14(1)(α) έως (γ), αποφασίσει να μην προχωρήσει με την ανάκληση της άδειας του αδειοδοτημένου διαχειριστή.
(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Κεντρική Τράπεζα δύναται να θέσει εύλογη προθεσμία, η οποία δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία γνωστοποίησης της αναστολής της άδειας, ώστε ο αδειοδοτημένος διαχειριστής να λάβει διορθωτικά μέτρα.
(3) Ο αδειοδοτημένος διαχειριστής, εντός της προθεσμίας που ορίζεται από την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με το εδάφιο (2), ενημερώνει και παρουσιάζει στοιχεία στην Κεντρική Τράπεζα για τα μέτρα που έλαβε για τη συμμόρφωσή του με τον παρόντα Νόμο, τις σχετικές οδηγίες και τους όρους της άδειάς του.
(4) Όταν η Κεντρική Τράπεζα ικανοποιηθεί ότι ο αδειοδοτημένος διαχειριστής έλαβε τα απαραίτητα διορθωτικά μέτρα και συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου, των σχετικών οδηγιών και τους όρους της άδειάς του, τερματίζει την αναστολή της άδειας και ενημερώνει γραπτώς την ΟΕΣΤ και τον αδειοδοτημένο διαχειριστή.
(5) Εάν η Κεντρική Τράπεζα δεν ικανοποιηθεί ότι ο αδειοδοτημένος διαχειριστής συμμορφώθηκε με τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου και των σχετικών οδηγιών, καθώς και τους όρους της άδειάς του, παρατείνει άμεσα την αναστολή της άδειας και ενεργοποιεί τη διαδικασία ανάκλησης.
(6) Κατά την περίοδο της αναστολής της άδειας, ο αδειοδοτημένος διαχειριστής δεν επιτρέπεται να αναλάβει τη διαχείριση νέων τιτλοποιήσεων.
(7) Η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας να αναστείλει την άδεια αδειοδοτημένου διαχειριστή δεν θίγει τα δικαιώματα οποιουδήποτε υποκείμενου δανειολήπτη, της μεταβιβάζουσας οντότητας, των επενδυτών και του παρόχου υπηρεσιών προς την ΟΕΣΤ ή της ΟΕΣΤ.