3.-(1) Η Δημοκρατία, στη βάση των προνοουμένων από τη Συμφωνία αναλαμβάνει την υποχρέωση της συνέχισης της καταβολής κρατικής αρωγής προς τον εφημεριακό κλήρο μέσω του εκάστοτε ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού, δεδομένου ότι -
(α) Ο αριθμός των δικαιούχων κρατικής αρωγής ιερέων, θα καθορίζεται ως ακολούθως:
(i) Σε επτακόσιους εξήντα (760) ιερείς από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου έως και την 31η Δεκεμβρίου 2020,
(ii) σε οκτακόσιους (800) ιερείς από την 1η Ιανουαρίου 2021 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2023,
(iii) σε οκτακόσιους πενήντα (850) ιερείς από την 1η Ιανουαρίου 2024 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2025.
(β) Ο αριθμός των οκτακόσιων πενήντα (850) δικαιούχων κρατικής αρωγής ιερέων από την 1η Ιανουαρίου 2026 και μετά, θα αυξάνεται ποσοστιαία κατά 0,5% για κάθε έτος:
(γ) Το αναλογούν σε κάθε ιερέα ποσό κρατικής αρωγής που καθορίζεται σε €681,86 μηνιαίως, θα αυξάνεται κατ’ αναλογίαν των εκάστοτε ισχυουσών γενικών αυξήσεων και τιμαριθμικών επιδομάτων που παραχωρούνται στους κρατικούς υπαλλήλους, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου και μετά.
(2) Το ποσό το οποίο αντιστοιχεί στη συμφώνως των διατάξεων του παρόντος Νόμου κρατική αρωγή καταβάλλεται ως συνολικό ποσό στο Φορέα Μισθοδοσίας του Εφημεριακού Κλήρου του Κεντρικού Εκκλησιαστικού Ταμείου της Ιεράς Συνόδου της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Κύπρου από το Γενικό Λογιστή και η Εκκλησία της Κύπρου αναλαμβάνει την εξ ολοκλήρου καταβολή της μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου, σύμφωνα με τις εσωτερικές αυτής διαδικασίες.
(3) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών, με την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου η Αρχιεπισκοπή μεταβιβάζει στη Δημοκρατία ως αντιπαροχή και σε πλήρη κυριότητα αυτής τη γη, ευθύς ως τούτο καταστεί απαιτητό με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.