14.-(1) Η ιδιότητα του ορκωτού μεταφραστή είναι ασυμβίβαστη με την υπηρεσία σε μόνιμη θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και ειδικότερα στη δημόσια υπηρεσία, στην εκπαιδευτική υπηρεσία, σε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή σε αρχές τοπικής διοίκησης:
Νοείται ότι ο Υπουργός ή ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις και εφόσον κρίνεται απαραίτητο λόγω του εξειδικευμένου περιεχομένου του γραπτού κειμένου ή εγγράφου ή/και λόγω επειγουσών συνθηκών, να εισηγηθούν στο Συμβούλιο να επιτρέψει σε μη εγγεγραμμένο στο Μητρώο πρόσωπο για το οποίο υπάρχει ασυμβίβαστο τη διεκπεραίωση πιστοποιημένης μετάφρασης στο πλαίσιο συγκεκριμένης ανάθεσης ή/και εντός καθορισμένης χρονικής περιόδου:
Νοείται περαιτέρω ότι το μη εγγεγραμμένο στο Μητρώο πρόσωπο το οποίο διεκπεραιώνει πιστοποιημένη μετάφραση δυνάμει της ως άνω επιφύλαξης δεν δύναται να είναι μέλος του Συμβουλίου και για την εφαρμογή των διατάξεων αυτής το Συμβούλιο δύναται να θέσει ειδικούς όρους.
(2) Πρόσωπο το οποίο ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου και το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο, καθώς και το δικηγορικό γραφείο στο οποίο αυτό εργάζεται, οφείλουν να απέχουν από τον χειρισμό οποιασδήποτε υπόθεσης συνδέεται με έγγραφα που το εν λόγω πρόσωπο έχει μεταφράσει:
Νοείται ότι δικηγόρος ο οποίος δεν είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο δύναται να διενεργεί μεταφράσεις οι οποίες αφορούν μόνο υποθέσεις που χειρίζεται ο ίδιος ή το δικηγορικό γραφείο στο οποίο εργάζεται και οι εν λόγω μεταφράσεις δύναται κατ’ εξαίρεση να γίνονται αποδεκτές ως πιστοποιημένες μεταφράσεις από τα δικαστήρια και τις αρχές της Δημοκρατίας, εφόσον συνοδεύονται από ένορκο δήλωση, στην οποία αναφέρεται ο εξαιρετικός λόγος για τον οποίο διενεργείται η συγκεκριμένη σε κάθε περίπτωση μετάφραση.