13.-(1) Ο Υπουργός, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίζει λειτουργούς του Υπουργείου του ως Επιθεωρητές, για σκοπούς εποπτείας, επιθεώρησης, ελέγχου και εφαρμογής του Κανονισμού REACH, του Κανονισμού CLP, του Κανονισμού PIC, των άρθρων 3 έως 9 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 2017/852, του παρόντος Νόμου και/ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών και διαταγμάτων.
(2) Ο Υπουργός, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ορίζει ένα εκ των Επιθεωρητών που ορίζονται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ως Αρχιεπιθεωρητή.
(3) Ο Υπουργός, με γνωστοποίηση που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται να εξουσιοδοτεί γραπτώς οποιαδήποτε πρόσωπα, που δεν υπηρετούν στη δημόσια υπηρεσία, τα οποία κρίνει ότι κατέχουν τα κατάλληλα προσόντα, να ασκούν τέτοιες από τις εξουσίες και τα καθήκοντα των Επιθεωρητών και να υπόκεινται σε τέτοιους όρους, όπως καθορίζονται στην εξουσιοδότηση.
(4) Ο Υπουργός δύναται να διορίσει αναπληρωτή Αρχιεπιθεωρητή ή άλλο λειτουργό του Υπουργείου του, ο οποίος αντικαθιστά τον Αρχιεπιθεωρητή σε περίπτωση απουσίας, ασθένειας ή ανικανότητας αυτού.
(5) Ο Αρχιεπιθεωρητής ρυθμίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Επιθεωρητές εκτελούν τα καθήκοντα και ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 14.
(6) Ο Αρχιεπιθεωρητής έχει επιπρόσθετα τις πιο κάτω εξουσίες:
(α) Εξουσιοδοτεί εγγράφως άλλο πρόσωπο για να ασκεί όλες ή μέρος από τις εξουσίες του,
(β) καθορίζει το περιεχόμενο των εντύπων που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο, το οποίο εγκρίνει και δημοσιοποιεί.
(7) Κάθε Επιθεωρητής εφοδιάζεται με κατάλληλη ταυτότητα, την οποία οφείλει να επιδεικνύει κατά την άσκηση των καθηκόντων του.
(8) Καμία ευθύνη δεν καταλογίζεται σε οποιοδήποτε Επιθεωρητή για οποιαδήποτε πράξη ή απόφασή του, η οποία έγινε ή λήφθηκε καλόπιστα μέσα στα πλαίσια της άσκησης από αυτόν των προβλεπομένων από τον παρόντα Νόμο εξουσιών, αρμοδιοτήτων ή καθηκόντων του.