11.-(1) Πρόσωπο, το οποίο δεν ικανοποιείται από απόφαση που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 δύναται εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της σχετικής απόφασης σε αυτό, να υποβάλει ένσταση στην Επιτροπή Ενστάσεων η οποία συγκροτείται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως πρόεδρο και το Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το Διευθυντή Εργασίας, το Διευθυντή Εργασιακών Σχέσεων και, εφόσον πρόκειται για ένσταση εναντίον απόφασης για επιδόματα πρόνοιας, τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Διαχείρισης των Επιδομάτων Πρόνοιας, αναφέροντας γραπτώς τους λόγους υποβολής ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα:
(2) Η υποβολή ένστασης δεν αναστέλλει την ισχύ της ληφθείσας απόφασης.
(3) Η Επιτροπή εξετάζει την υποβληθείσα ένσταση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν δύναται να υπερβαίνει τους τρεις (3) τρεις μήνες, αποφασίζει επί αυτής και κοινοποιεί την απόφασή της στο υποβαλόν αυτήν πρόσωπο:
(4) Κατά το χειρισμό της ένστασης, η Επιτροπή δύναται να αναθέτει σε λειτουργό του Υπουργείου ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου να εξετάσει τα θέματα που αναφέρονται στην ένσταση και να υποβάλει στην Επιτροπή έκθεση προτού εκδώσει την απόφασή της.
(5) Η Επιτροπή δύναται-
(α) να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και ανάλογα, να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση∙
(β) να εγκρίνει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και, ανάλογα να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση∙
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση∙
(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης∙
(ε) να παραπέμψει την υπόθεση στον Προϊστάμενο με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.