11. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση των εξουσιών του προς επιμέτρηση και επιβολή ποινής για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, λαμβάνει υπόψη ως επιβαρυντικές, εφόσον δεν αποτελούν ήδη μέρος των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, τις ακόλουθες περιστάσεις:
(α) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου από πρώην ή νυν σύζυγο ή σύντροφο ή μέλος της οικογένειάς του ή από πρόσωπο που συζεί ή συζούσε με το θύμα ή από πρόσωπο το οποίο έχει καταχραστεί ή εκμεταλλευτεί θέση εξουσίας, εμπιστοσύνης ή επιρροής·
(β) το αδίκημα ή τα συναφή αδικήματα διαπράχθηκαν κατά συρροή∙
(γ) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον προσώπου το οποίο είναι σε ευάλωτη θέση συνεπεία διανοητικής ή σωματικής αναπηρίας ή κατάστασης εξάρτησης ή κατά γυναίκας η οποία εγκυμονούσε κατά τον χρόνο διάπραξης του αδικήματος ή που τελούσε υπό άλλες ειδικές συνθήκες∙
(δ) το αδίκημα διαπράχθηκε εναντίον ή στην παρουσία παιδιού, ήτοι εντός του οπτικού ή ακουστικού πεδίου αυτού∙
(ε) το αδίκημα διαπράχθηκε από δύο (2) ή περισσότερα πρόσωπα ενεργούντα από κοινού∙
(στ) του αδικήματος προηγήθηκε η άσκηση ακραίας βίας, εξαναγκασμού ή απειλής ή αυτό συνοδεύθηκε από τέτοια βία, εξαναγκασμό ή απειλή∙
(ζ) το αδίκημα διαπράχθηκε με τη χρήση ή υπό την απειλή όπλου ή άλλου επικίνδυνου αντικειμένου·
(η) το αδίκημα είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση σοβαρής βλάβης στο θύμα∙
(θ) ο καταδικασθείς προηγουμένως είχε καταδικαστεί για αδίκημα της ίδιας φύσεως∙
(ι) το αδίκημα διαπράχθηκε από δημόσιο λειτουργό κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του: