33.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου το οποίο κατηγορείται για αδίκημα βίας κατά γυναίκας, διάταγμα με ισχύ για τέτοια περίοδο και υπό τέτοιους όρους τους οποίους το Δικαστήριο δυνατόν να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει στον κατηγορούμενο να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή στον χώρο διαμονής του θύματος ή πλησιάζει αυτό στον χώρο εργασίας του ή σε άλλο χώρο το οποίο θα αποφασίσει:
(2) Το Δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορουμένου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος αποκλεισμού εκτός εάν δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορουμένου συγκεκριμένα πρόσωπα, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.
(3) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.
(4) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το Δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου Νόμου.
(5) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιονδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σε αυτό, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.