19.-(1) Η ΡΑΕΚ έχει το δικαίωμα να απαιτεί από τον ΔΣΜΚ και τον ΔΣΔ να τροποποιούν, αν χρειάζεται, τους όρους και τις προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένων των τιμολογίων ή των μεθοδολογιών που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 5 προκειμένου να διασφαλίζεται η αναλογικότητα και η αμερόληπτη εφαρμογή τους σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 18 του Κανονισμού (EE) 2019/943:
(2) (α) Η ΡΑΕΚ, ενεργώντας ως αρχή επίλυσης διαφορών, δύναται να επιληφθεί οποιασδήποτε καταγγελίας κατά του ΔΣΜΚ ή του ΔΣΔ που αφορά σε υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να εκδώσει απόφαση εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη της καταγγελίας.
(β) Η αναφερόμενη στην παράγραφο (α) περίοδος είναι δυνατό να παραταθεί για δύο (2) μήνες, σε περίπτωση που η ΡΑΕΚ ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες.
(γ) Η παραταθείσα περίοδος δύναται να παραταθεί περαιτέρω με τη σύμφωνη γνώμη του καταγγέλλοντος.
(δ) Η απόφαση της ΡΑΕΚ έχει δεσμευτική ισχύ, εκτός εάν και έως ότου ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής.
(3) Κάθε θιγόμενος έχει δικαίωμα να υποβάλει ένσταση στη ΡΑΕΚ για επανεξέταση το αργότερο εντός δύο (2) μηνών από τη δημοσίευση της απόφασης ή της ρυθμιστικής απόφασης ή του προσχεδίου απόφασης ή ρυθμιστικής απόφασης για μεθοδολογία που λήφθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 ή όταν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του περί της Σύστασης και Λειτουργίας της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας Κύπρου Νόμου, η ΡΑΕΚ έχει υποχρέωση διαβούλευσης σχετικά με τα προτεινόμενα τιμολόγια ή μεθοδολογίες:
(4) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 5 και του άρθρου 18, η ΡΑΕΚ διασφαλίζει μέσω της λήψης κατάλληλων μέτρων ότι υπάρχουν κατάλληλοι και αποτελεσματικοί μηχανισμοί ρύθμισης, ελέγχου και διαφάνειας, ώστε να αποφεύγεται κάθε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, ιδίως σε βάρος των καταναλωτών, και κάθε επιθετική συμπεριφορά, οι οποίοι μηχανισμοί λαμβάνουν υπόψη τις διατάξεις της ΣΛΕΕ, και ιδίως το άρθρο 102 αυτής, καθώς και τις σχετικές διατάξεις του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου.
(5)(α)(i) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 137, η ΡΑΕΚ, ο Ιδιοκτήτης Συστήματος Διανομής, ο ΔΣΔ, ο Ιδιοκτήτης Συστήματος Μεταφοράς, ο ΔΣΜΚ ή οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οποιαδήποτε αρμοδιότητα με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, τηρούν την εμπιστευτικότητα των εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών οι οποίες περιέρχονται σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των δραστηριοτήτων τους, απαγορεύεται να ανακοινώνουν ή να χορηγούν σε τρίτους με οποιονδήποτε τρόπο εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση τους ή τους έχουν γνωστοποιηθεί κατά την άσκηση της εν λόγω αρμοδιότητας και έχουν καθήκον να αποτρέπουν τη μεροληπτική κοινοποίηση πληροφοριών οι οποίες αφορούν τις δικές τους δραστηριότητες και ενδέχεται να παρέχουν εμπορικά πλεονεκτήματα και να προστατεύουν οποιαδήποτε δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας που σχετίζονται με τα εν λόγω στοιχεία ή πληροφορίες.
(ii) Ο Ιδιοκτήτης Συστήματος Μεταφοράς δεν κοινοποιεί τυχόν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες στα λοιπά μέρη της ΑΗΚ, εκτός εάν αυτή η κοινοποίηση είναι αναγκαία για την εκτέλεση επιχειρηματικής συναλλαγής.
(iii) Για να διασφαλιστεί η πλήρης τήρηση των κανόνων για τον διαχωρισμό των πληροφοριών, ο Ιδιοκτήτης Συστήματος Μεταφοράς και τα λοιπά μέρη της ΑΗΚ δεν χρησιμοποιούν κοινές υπηρεσίες, όπως κοινή νομική υπηρεσία, παρά μόνο για αμιγώς διοικητικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες πληροφορικής.
(iv) Κατά την αγορά ή την πώληση ηλεκτρικής ενέργειας από συνδεδεμένες επιχειρήσεις, ο ΔΣΜΚ δεν καταχράται των εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών που λαμβάνει από τρίτους κατά την παροχή ή τη διαπραγμάτευση παροχής πρόσβασης στο σύστημα.
(v) Οι πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό και την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς δημοσιοποιούνται:
(β) Σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο (α) αποκαλύπτει οποιαδήποτε εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες ή παραβιάζει τις διατάξεις για την εμπιστευτικότητα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Καταγγελία ή ένσταση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα άσκησης προσφυγής δυνάμει του ενωσιακού δικαίου ή/και των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου ή/και σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.