27.-(1) Ο επί καθήκοντι υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού στον οποίο προσάγεται παιδί, το οποίο έχει συλληφθεί και κρατείται ως ύποπτο για τη διάπραξη αδικήματος διασφαλίζει ότι το παιδί παριουσιάζεται ενώπιον δικαστηρίου για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης ή αφήνεται ελεύθερο, το αργότερο εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από τον χρόνο που το παιδί τέθηκε υπό κράτηση.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (3), (4) και (5), παιδί υπό σύλληψη και κράτηση σε αστυνομικό σταθμό ως ύποπτο για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, ανακρίνεται ή/και δίδει κατάθεση, σε σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα, στην παρουσία-
(α) των ασκούντων τη γονική μέριμνα ή του εκπροσώπου του, όπου αυτό εφαρμόζεται,
(β) του δικηγόρου του,
(γ) του επιμελητή σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (6).
(3) Σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο δεν παρίσταται δικηγόρος, η διεξαγωγή ανάκρισης του παιδιού ή η λήψη κατάθεσης από το παιδί αναβάλλεται για εύλογο χρονικό διάστημα, μέχρι να παραστεί ο δικηγόρος του.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3), ο επί καθήκοντι υπεύθυνος αστυνομικός δύναται σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το προδικαστικό στάδιο να διατάξει την ανάκριση παιδιού ή τη λήψη κατάθεσης από αυτό στην απουσία του δικηγόρου του, αφού προηγουμένως το ενημερώσει για τα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, στο βαθμό που ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης το δικαιολογούν για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(α) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
(β) είναι επιτακτική η ανάληψη άμεσης δράσης από τις ανακριτικές αρχές προς αποτροπή σημαντικού κινδύνου για την ποινική διαδικασία σε σχέση με σοβαρό ποινικό αδίκημα.
(5) Απόφαση διεξαγωγής ανάκρισης στην απουσία δικηγόρου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), δύναται να προσβληθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
(6) Ο επί καθήκοντι υπεύθυνος του αστυνομικού σταθμού δύναται να διατάξει την εξαίρεση των ασκούντων τη γονική μέριμνα του παιδιού κατά την ανάκριση του παιδιού ή κατά τη λήψη κατάθεσης, σε περίπτωση που-
(α) ο ασκών τη γονική μέριμνα είναι το θύμα του αδικήματος ή έχει συλληφθεί αναφορικά με τη διάπραξη του ίδιου αδικήματος,
(β) έχει εύλογες υπόνοιες για τη συμμετοχή του ασκούντος τη γονική μέριμνα στη διάπραξη του αδικήματος,
(γ) ο αστυνομικός έχει εύλογες υπόνοιες ότι, έαν ο ασκών τη γονική μέριμνα είναι παρών κατά την ανάκριση ή τη λήψη γραπτής κατάθεσης, θα επηρεάσει το ανακριτικό έργο.
(7) Η ανάκριση ή κατάθεση παιδιού διενεργείται πάντοτε σε γλώσσα απλή και κατανοητή στο παιδί και, εφόσον είναι απαραίτητο, με τη βοήθεια μεταφραστή ή διερμηνέα.
(8) Ο επιμελητής διασφαλίζει ότι η διαδικασία της ανάκρισης παιδιού γίνεται με σεβασμό στα δικαιώματά του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(9) Η ανάκριση παιδιού καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, εάν αυτό είναι εφικτό και προς το συμφέρον του παιδιού, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα του αδικήματος ή της υπόθεσης, κατά πόσο παρίσταται δικηγόρος και κατά πόσο το παιδί έχει στερηθεί της ελευθερίας του.
(10) Σε περίπτωση που η κατάθεση ή η ανάκριση δεν καταγράφεται με οπτικοακουστικά μέσα, λαμβάνεται γραπτώς και διαβάζεται στο παιδί που στη συνέχεια δηλώνει εάν συμφωνεί και η δήλωση αυτή καταγράφεται στο τέλος της κατάθεσης ή ανάκρισης.