114.-(1) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο Παιδιών κρίνει παιδί ένοχο διάπραξης αδικήματος, δύναται να διατάξει όπως ανατεθεί η εποπτεία του σε Σύμβουλο Παιδιού και όπως οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας συνεργαστούν μαζί του, ώστε ο Σύμβουλος να βοηθά, συμβουλεύει και υποστηρίζει το παιδί και την οικογένειά του με στόχο την αποτροπή του παιδιού από τη διάπραξη αδικημάτων και την επίβλεψη της συμπεριφοράς του παιδιού γενικότερα.
(2) Το Δικαστήριο Παιδιών στο διάταγμά του που εκδίδει δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), καθορίζει το χρονικό διάστημα ισχύος του, το οποίο δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη, και ότι το παιδί πρέπει να ζει με τους ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού στον συνήθη τόπο διαμονής του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.
(3) Σε περίπτωση που, ταυτόχρονα με το διάταγμα συμβούλου, βρίσκεται σε ισχύ διάταγμα επιτήρησης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 112, ο επιτηρητής δοκιμασίας βοηθά και υποστηρίζει τον Σύμβουλο Παιδιού με τρόπο που να επιτυγχάνεται η καλύτερη δυνατή υποστήριξη του παιδιού και της οικογένειάς του.
(4) Το Δικαστήριο Παιδιών δεν εκδίδει διάταγμα συμβούλου, εκτός εάν-
(α) ο επιτηρητής δοκιμασίας και ο κηδεμονευτικός λειτουργός έχουν ενημερώσει το Δικαστήριο ότι υπάρχει διαθέσιμος Σύμβουλος Παιδιού, και
(β) το παιδί και οι ασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού συναινούν στην έκδοση τέτοιου διατάγματος και συμφωνούν όπως συνεργάζονται με τον Σύμβουλο Παιδιού σύμφωνα με τις οδηγίες του.
(5) Το Δικαστήριο Παιδιών δύναται να ακυρώσει διάταγμα συμβούλου σε περίπτωση που ο επιτηρητής δοκιμασίας ή/και ο κηδεμονευτικός λειτουργός αποταθούν με αίτηση στο Δικαστήριο και ικανοποιήσουν αυτό ότι η συνέχιση της ισχύος του διατάγματος-
(α) δεν θα ήταν προς το συμφέρον του παιδιού,
(β) τέτοιο διάταγμα δεν είναι πλέον αναγκαίο να βρίσκεται σε ισχύ λόγω της προόδου που σημειώθηκε από το παιδί, ή
(γ) είναι αδύνατη η εφαρμογή του διατάγματος λόγω έλλειψης συνεργασίας μεταξύ του παιδιού ή/και των ασκούντων τη γονική μέριμνα αυτού με τον Σύμβουλο Παιδιού.
(6) Το Δικαστήριο δύναται, λαμβάνοντας υπόψη την περίοδο για την οποία το διάταγμα συμβούλου ισχύει, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες σχετικές περιστάσεις να-
(α) ακυρώσει το διάταγμα,
(β) τροποποιήσει το διάταγμα, ή
(γ) ακυρώσει το διάταγμα και να επιβάλει άλλο μέτρο ή ποινή.