76.-(1) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συστήνει σώματα εποπτών για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των εργασιών που μνημονεύονται στα άρθρα 72 και 73 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 74 και, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας του εδαφίου (4) και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξασφαλίζει, κατά περίπτωση, κατάλληλο συντονισμό και συνεργασία με τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτων χωρών.
(2) Τα σώματα εποπτών παρέχουν ένα πλαίσιο για την Επιτροπή (ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας) και τις άλλες ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές, για την εκτέλεση των κάτωθι εργασιών:
(α) Ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους και με την ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·
(β) συμφωνία σχετικά με την εκούσια ανάθεση εργασιών και την εκούσια ανάθεση αρμοδιοτήτων, κατά περίπτωση·
(γ) καθορισμός προγραμμάτων εποπτικής εξέτασης του άρθρου 57 που βασίζονται σε εκτίμηση κινδύνου του ομίλου σύμφωνα με το άρθρο 55·
(δ) αύξηση της αποτελεσματικότητας της εποπτείας με κατάργηση της μη απαραίτητης επικάλυψης των εποπτικών απαιτήσεων, μεταξύ άλλων και όσον αφορά τις αιτήσεις πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 74 και στο εδάφιο (4) του άρθρου 77·
(ε) συνεπής εφαρμογή των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας βάσει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 σε όλες τις οντότητες ενός ομίλου, με την επιφύλαξη των διαθέσιμων στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εναλλακτικών επιλογών και διακριτικών ευχερειών·
(στ) εφαρμογή της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72, λαμβάνοντας υπόψη το έργο άλλων φορέων που έχουν ενδεχομένως δημιουργηθεί στον τομέα αυτό.
(3) Για τη διευκόλυνση της εκτέλεσης των καθηκόντων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72, στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 74 και στα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 75, η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, συγκροτεί επίσης σώματα εποπτών μεταξύ άλλων σε περιπτώσεις όπου όλες οι διασυνοριακές θυγατρικές μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ, μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ έχουν την έδρα τους σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές εποπτείας των τρίτων χωρών υπόκεινται σε απαιτήσεις εμπιστευτικότητας ισοδύναμες με τις απαιτήσεις του Κεφαλαίου 1, Τμήμα ΙΙ της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και, κατά περίπτωση, των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των Άρθρων 76 και 81 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.
(4)(α) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή που συμμετέχει στα σώματα εποπτών, συνεργάζεται στενά με τις άλλες αρμόδιες αρχές που συμμετέχουν στο σώμα εποπτών και με την ΕΑΤ.
(β) Οι απαιτήσεις εμπιστευτικότητας, δυνάμει των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, κατά περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, δεν εμποδίζουν την ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των άλλων αρμόδιων αρχών στο πλαίσιο σωμάτων εποπτών.
(γ) Η σύσταση και λειτουργία σωμάτων εποπτών δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου, των εκδιδόμενων δυνάμει αυτού οδηγιών και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των αρμόδιων αρχών δυνάμει των διατάξεων της κείμενης στα κράτη μέλη των εν λόγω αρμόδιων αρχών νομοθεσίας, διά των οποίων υιοθετούνται διατάξεις της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ και δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013.
(5) Η σύσταση και λειτουργία του σώματος βασίζεται σε γραπτές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 75 και που καθορίζονται έπειτα από διαβούλευση της Επιτροπής, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
(6) Επιτρέπεται να συμμετέχουν στα σώματα εποπτών οι αρμόδιες αρχές που είναι υπεύθυνες για την εποπτεία θυγατρικών ενός μητρικού ιδρύματος εγκατεστημένου στην ΕΕ ή μιας μητρικής χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ ή μιας μητρικής μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών εγκατεστημένης στην ΕΕ, οι κεντρικές τράπεζες του ΕΣΣΚ κατά περίπτωση, καθώς και οι εποπτικές αρχές τρίτης χώρας, εφόσον συντρέχει λόγος και υπό την επιφύλαξη απαιτήσεων εμπιστευτικότητας που, κατά τη γνώμη όλων των αρμόδιων αρχών, είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις κατά τα άρθρα 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, κατά τα άρθρα 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου.
(7) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών η οποία έχει λάβει έγκριση σύμφωνα με το άρθρο 79, δύναται να συμμετέχει στο σχετικό σώμα εποπτών.
(8)(α) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, προεδρεύει στις συνεδριάσεις του σώματος εποπτών και αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν σε μια συνεδρίαση ή σε μια δραστηριότητα του σώματος.
(β) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, ενημερώνει εκ των προτέρων και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με την οργάνωση των συνεδριάσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση, όπως επίσης και σχετικά με τις ενέργειες που λαμβάνουν χώρα σε αυτές τις συνεδριάσεις ή με τα μέτρα που λαμβάνονται.
(9) Στην απόφαση της Επιτροπής, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, λαμβάνεται υπόψη η σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που θα προγραμματιστεί ή θα συντονιστεί για τις αρχές αυτές, ιδίως δε οι ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, όπως προβλέπει το άρθρο 6 του και οι υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι υποπαράγραφοι (i) έως (iv) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 12.
(10) Η Επιτροπή, ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας δυνάμει των άρθρων 14 έως 24 του παρόντος Νόμου και, όπου συντρέχει περίπτωση, των άρθρων 15, 16 και 17 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με τις δραστηριότητες του σώματος εποπτών, μεταξύ άλλων σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, και διαβιβάζει στην ΕΑΤ όλες τις πληροφορίες που έχουν ιδιαίτερη σημασία για τους σκοπούς της εποπτικής σύγκλισης.
(11) Σε περίπτωση διαφωνίας μεταξύ αρμόδιων αρχών σχετικά με τη λειτουργία των σωμάτων εποπτών, οποιαδήποτε από τις ενδιαφερόμενες αρχές μπορεί να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.