12.-(1)(α) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δύναται να υποβάλλει αίτημα είτε στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (1) του άρθρου 72, είτε στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, ώστε υποκατάστημα ΕΠΕΥ, πλην ΕΠΕΥ που υπόκειται στο Άρθρο 95 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, να θεωρηθεί σημαντικό.
(β) Στο προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους το υποκατάστημα πρέπει να θεωρηθεί σημαντικό, με ιδιαίτερη αναφορά στα εξής:
(i) Στο κατά πόσο το μερίδιο αγοράς σε καταθέσεις που κατέχει το υποκατάστημα υπερβαίνει το δύο τοις εκατόν (2%) στη Δημοκρατίαˑ
(ii) στον πιθανό αντίκτυπο από την αναστολή ή την παύση της λειτουργίας του υποκαταστήματος στη συστημική ρευστότητα καθώς και στα συστήματα πληρωμών, διακανονισμού και εκκαθάρισης στη Δημοκρατίαˑ και
(iii) στο μέγεθος και τη σημασία του υποκαταστήματος ως προς τον αριθμό των πελατών στο πλαίσιο του τραπεζικού ή του χρηματοοικονομικού συστήματος της Δημοκρατίας.
(γ) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, καθώς και με την αρχή ενοποιημένης εποπτείας, στις περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται το εδάφιο (1) του άρθρου 72, ώστε να καταλήξει, με τις άλλες εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, σε κοινή απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού.
(δ) Σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί κοινή απόφαση εντός δύο (2) μηνών από τη λήψη αιτήματος βάσει της παραγράφου (α), η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, λαμβάνει αυτοτελώς απόφαση εντός νέας προθεσμίας δύο (2) μηνών σχετικά με το χαρακτηρισμό του υποκαταστήματος ως σημαντικού και κατά τη λήψη της απόφασής της λαμβάνει υπόψη τυχόν απόψεις και επιφυλάξεις της αρχής που είναι αρμόδια για την ενοποιημένη εποπτεία ή των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους προέλευσης.
(ε) Οι αποφάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) διατυπώνονται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολογία και διαβιβάζονται από την Επιτροπή στις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, οι οποίες τις αναγνωρίζουν ως καθοριστικές και τις εφαρμόζουν.
(στ) Ο χαρακτηρισμός ενός υποκαταστήματος ως σημαντικού δεν επηρεάζει τα δικαιώματα και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των άλλων αρμοδίων αρχών δυνάμει των εναρμονιστικών με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ νομοθετικών διατάξεων άλλου κράτους μέλους.
(2)(α) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης-
(i) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένο σημαντικό υποκατάστημα τις πληροφορίες που αναφέρονται στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 77 και εκτελεί τις εργασίες που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 72 σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής·
(ii) εάν αντιληφθεί κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 74, ειδοποιεί αμελλητί τις αρχές που προβλέπονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (5) του άρθρου 19 και στα εδάφια (1) έως (4) του άρθρου 21·
(iii) διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα, τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων κινδύνων των ΚΕΠΕΥ, στις οποίες ανήκουν τα εν λόγω υποκαταστήματα, όπως αναφέρεται στο άρθρο 55 του παρόντος Νόμου και, όπου εφαρμόζεται, στα εδάφια (2) έως (6) του άρθρου 73, καθώς και τις αποφάσεις δυνάμει των άρθρων 61 και 65, στον βαθμό που οι εν λόγω εκτιμήσεις και αποφάσεις αφορούν αυτά τα υποκαταστήματα·
(iv) διαβουλεύεται με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, όπου είναι εγκατεστημένα σημαντικά υποκαταστήματα σχετικά με τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει των εδαφίων (18) μέχρι (20) του άρθρου 47, όταν αυτό ενδείκνυται όσον αφορά τους κινδύνους ρευστότητας στο νόμισμα του κράτους μέλους υποδοχής:
(β) Σε περίπτωση που η Επιτροπή αποτελεί την αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής και η αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης δεν έχει διαβουλευθεί με την Επιτροπή, ή εάν, μετά τη διαβούλευση αυτή, η Επιτροπή επιμένει ότι τα επιχειρησιακά μέτρα που απαιτούνται βάσει των εδαφίων (18) μέχρι (20) του άρθρου 47 του παρόντος Νόμου δεν είναι κατάλληλα, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη συνδρομή της ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(3)(α) (i)Στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόζεται το άρθρο 76, όταν η Επιτροπή εποπτεύει ΚΕΠΕΥ η οποία έχει σημαντικά υποκαταστήματα σε άλλα κράτη μέλη, συστήνει σώμα εποπτών υπό την προεδρία της, προκειμένου να διευκολύνει τη συνεργασία που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 11.
(ii) Η σύσταση και η λειτουργία του σώματος εποπτών βασίζεται σε γραπτούς κανόνες που καθορίζονται από την Επιτροπή, ως κράτος μέλος προέλευσης, μετά από διαβούλευση με τις ενδιαφερόμενες αρμόδιες αρχές.
(iii) Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, αποφασίζει ποιες αρμόδιες αρχές συμμετέχουν στις εκάστοτε συνεδριάσεις ή δραστηριότητες του σώματος.
(β) Για την προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) απόφαση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη σημασία της εποπτικής δραστηριότητας που προγραμματίζεται ή συντονίζεται για τις εμπλεκόμενες αρμόδιες αρχές, ιδίως δε τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού συστήματος στα εμπλεκόμενα κράτη μέλη και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 6 και στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(γ) Η Επιτροπή, όταν αποτελεί την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ενημερώνει εκ των προτέρων πλήρως όλα τα μέλη του σώματος εποπτών σχετικά με την οργάνωση αυτών των συνεδριάσεων, τα κύρια θέματα προς συζήτηση και τις κυριότερες δραστηριότητες προς εξέταση και ενημερώνει επίσης εγκαίρως και πλήρως όλα τα μέλη του σώματος σχετικά με τις δράσεις που αναλαμβάνονται σε αυτές τις συνεδριάσεις ή τα μέτρα που λαμβάνονται.