12.-(1) Σε περίπτωση που ο εργαστηριακός έλεγχος του δείγματος καυσίμου πλοίου που λήφθηκε από τη δεξαμενή καυσίμων του πλοίου ή οποιοδήποτε σημείο του συστήματος ή μηχανής πλοίου ή/και του δείγματος που λήφθηκε στο πλαίσιο της εφαρμογής του Παραρτήματος VI της MARPOL ή/και του παρόντος Νόμου, καταδείξει ότι η περιεκτικότητα του καυσίμου πλοίου σε θείο που χρησιμοποιείται ή προορίζεται για καύση από το πλοίο υπερβαίνει την εκάστοτε καθοριζόμενη από Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 51, ο Αρχιεπιθεωρητής ενημερώνει σχετικά τον Επιθεωρητή Πλοίων, προκειμένου να απαγορεύσει τον απόπλου του πλοίου.
(2) Ο Επιθεωρητής Πλοίων συντάσσει σχετική έκθεση, με την οποία βεβαιώνει την παράβαση και καλεί τον πλοίαρχο σε απολογία.
(3) Ο Επιθεωρητής Πλοίων απαγορεύει τον απόπλου του πλοίου μέχρις ότου καταβληθεί οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ήθελε επιβληθεί από τον Αρχιεπιθεωρητή κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις του άρθρου 39 και βεβαιωθεί ότι η περιεκτικότητα των καυσίμων του πλοίου σε θείο συνάδει με την εκάστοτε καθοριζόμενη.
(4) Τα έξοδα επιθεώρησης του πλοίου για βεβαίωση της συμμόρφωσης βαρύνουν το πλοίο ή/και τον έχων την εκμετάλλευση του πλοίου και καταβάλλονται προ της άρσης της απαγόρευσης απόπλου.
(5) Κατά την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται από το παρόν άρθρο καταβάλλεται κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη καθυστέρηση του πλοίου.
(6) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης καθυστέρησης του πλοίου, ο έχων την εκμετάλλευση του πλοίου δικαιούται αποζημίωση για τις τυχόν απώλειες ή τη ζημιά που έχει υποστεί: