21.-(1) Οποιαδήποτε κεκτημένα ή υπό κτήση δικαιώματα των εργαζομένων, κατά την ημερομηνία έναρξης οποιασδήποτε άδειας που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, 8 και 16 ή απουσίας από την εργασία δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17, διατηρούνται μέχρι την ημερομηνία λήξης της εν λόγω άδειας ή απουσίας.
(2) Με τη λήξη της άδειας ή της απουσίας από την εργασία, εφαρμόζονται τα αναφερόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αλλαγών που προκύπτουν από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή την πρακτική που ισχύει στο έδαφος της Δημοκρατίας.
(3) Η λήψη άδειας πατρότητας, γονικής άδειας ή άδειας φροντίδας και η απουσία από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας δεν επηρεάζουν δυσμενώς την αρχαιότητα των εργαζομένων ούτε το δικαίωμά τους σε προαγωγή ή την επάνοδο στην εργασία τους σε ισοδύναμες θέσεις με το ίδιο ύψος αποδοχών ή τις αποδοχές και τα ωφελήματά τους.
(4) Οι εργαζόμενοι που έχουν λάβει άδεια πατρότητας, γονική άδεια, άδεια φροντίδας, ή απουσίασαν από την εργασία για λόγους ανωτέρας βίας, επωφελούνται από ενδεχόμενες βελτιώσεις των συνθηκών εργασίας, από τις οποίες θα είχαν επωφεληθεί, εάν δεν είχαν λάβει την άδεια, εξαιρουμένων προμηθειών που υπολογίζονται αποκλειστικά με βάση την ποσότητα ή/και αξία της παραχθείσας εργασίας.
(5) O χρόνος απουσίας του εργαζομένου από την εργασία του, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 5, 8, 16 και 17 λογίζεται ως χρονικό διάστημα εργασίας για τον υπολογισμό της ετήσιας άδειας μετ’ απολαβών, ενώ δεν λογίζεται ως χρόνος ετήσιας άδειας δυνάμει των διατάξεων του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Nόμου.
(6) O χρόνος απουσίας του εργοδοτούμενου από την εργασία του, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων των άρθρων 5, 8, 16 και 17 λογίζεται ως περίοδος απασχόλησης για σκοπούς εφαρμογής του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου.