25.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου-
(α) αδειούχοι προμηθευτές ύδατος, οι οποίοι, με βάση τον καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Υδατοπρομήθειας (Δημοτικές και Άλλες Περιοχές) Νόμο κατείχαν άδεια, θεωρείται ότι απέκτησαν την εν λόγω άδεια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
(β) σε περίπτωση που οποιαδήποτε περιοχή κηρύσσεται σε περιοχή υπηρεσιών, από την ημερομηνία κήρυξής της, προμηθευτής ύδατος που εργάζεται σε τέτοια περιοχή δύναται να εξακολουθήσει να εργάζεται για έναν (1) μήνα μετά τη σύσταση του Επαρχιακού Οργανισμού Αυτοδιοίκησης στην εν λόγω περιοχή, σε περίπτωση δε που επιθυμεί να εξακολουθήσει να εργάζεται ως τέτοιος προμηθευτής μετά την παρέλευση της ημερομηνίας αυτής, οφείλει εντός της προβλεπόμενης περιόδου του ενός (1) μηνός να συμπληρώσει και να παραδώσει στον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης δήλωση στον τύπο που εκτίθεται στον Πρώτο Πίνακα του Παραρτήματος.
(2) Μετά την παραλαβή της δήλωσης, ο Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης, εάν ικανοποιηθεί ότι ο δηλών εργαζόταν ως προμηθευτής ύδατος κατά την προβλεπόμενη ημερομηνία, τον εγγράφει σε βιβλίο που τηρείται για τον σκοπό αυτό και εκδίδει σε αυτόν πιστοποιητικό εγγραφής στον τύπο που καθορίζεται από το Συμβούλιο, το οποίο παρέχει το δικαίωμα στον εν λόγω προμηθευτή, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, να εξακολουθήσει να εργάζεται ως τέτοιος προμηθευτής, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω άδεια από τον Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης.
(3) Σε περίπτωση που ανακύψει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το κατά πόσο ο δηλών ήταν προμηθευτής ύδατος και εργαζόταν κατά την ημερομηνία κήρυξης της περιοχής σε περιοχή υπηρεσιών, επί αυτής κρίνει δεσμευτικά και τελεσίδικα για όλα τα μέρη ο οικείος Έπαρχος.
(4) Πρόσωπο το οποίο, σε οποιαδήποτε δήλωση που παραδόθηκε στο Συμβούλιο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), εν γνώσει του προβαίνει σε δήλωση η οποία είναι αναληθής ή ανακριβής, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ (€500) ή και στις δύο αυτές ποινές.