10Δ.-(1) Δεν δύναται να εκλεγεί Πρόεδρος Συμβουλίου πρόσωπο το oπoίο-
(α) πάσχει από διανοητική νόσο που το καθιστά ανίκανο να ασκήσει τα καθήκοντά του ως Προέδρου του Συμβουλίου·
(β) είναι μη αποκατασταθείς πτωχεύσας·
(γ) στερείται της ικανότητας του συμβάλλεσθαι δυνάμει οποιουδήποτε Νόμου ή απόφασης δικαστηρίου·
(δ) έχει καταδικαστεί εντός των τελευταίων δέκα (10) ετών πριν από την καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή υποψηφιότητας για εκλογή για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή/και ηθική αισχρότητα·
(ε) έχει υπηρετήσει στο αξίωμα του Προέδρου Συμβουλίου για δύο (2) συνολικά θητείες:
(2) Δεν δύναται να εκλεγεί Πρόεδρος Συμβουλίου Υπουργός, Υφυπουργός, ανεξάρτητος αξιωματούχος ή δικαστής οποιουδήποτε δικαστηρίου, εκτός εάν παραιτηθεί του αξιώματος ή της θέσης του πριν από την υποβολή της υποψηφιότητάς του.
(3) Πρόσωπο, το oπoίo είναι Μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Ευρωβουλευτής, Επίτροπος που ασκεί τα καθήκοντά του δυνάμει Νόμου ή σύμβασης, δήμαρχος, αντιδήμαρχος, μέλος Δημοτικού Συμβουλίου, κοινοτάρχης ή μέλος Κοινοτικού Συμβουλίου, πρόεδρος, αντιπρόεδρος ή μέλος διοικητικού συμβουλίου οργανισμού δημοσίου δικαίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, έμμισθος μόνιμος ή ορισμένου ή αορίστου χρόνου δημόσιος υπάλληλος, εκπαιδευτικός λειτουργός ή υπάλληλος δήμου ή κοινότητας ή oργαvισμoύ δημοσίου δικαίου, πρόσωπο σε ενεργή αστυvoμική ή στρατιωτική υπηρεσία ή πρόσωπο το oπoίo κατέχει ιερατικό αξίωμα, δύναται να υποβάλει υποψηφιότητα για την εκλογή του ως Προέδρου Συμβουλίου, αλλά δεν δύναται να αναλάβει το αξίωμα αυτό, εκτός εάν, πριν από την ανακήρυξή του στη θέση στην οποία έχει εκλεγεί, παραιτηθεί του αξιώματος ή της θέσης τoυ, ανάλογα με την περίπτωση:
(4) Σε περίπτωση που, κατά τη διάρκεια της θητείας Προέδρου Συμβουλίου προκύψει οποιοδήποτε ασυμβίβαστο ή κώλυμα εκλογιμότητας από τα καθοριζόμενα στο παρόν άρθρο, το πρόσωπο αυτό παύει να διατελεί Πρόεδρος και η θέση του κενούται και πληρούται όπως καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 10KA.
(5) Πρόεδρος Συμβουλίου, ο οποίος, ενόσω κατέχει τέτοια θέση, καταδικάζεται για αδίκημα που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1), εκπίπτει αυτοδικαίως της θέσης του και αυτή λογίζεται κενωθείσα.