149.-(1) Οι δήμοι που συστήνονται δυνάμει του παρόντος Νόμου καθίστανται εργοδότες του πάσης φύσεως προσωπικού που υπηρετεί στις συνενωθείσες αρχές ή σε σύμπλεγμα συνενωθεισών αρχών τοπικής διοίκησης κατά την έναρξη λειτουργίας των δήμων αυτών και για σκοπούς ομαλής εφαρμογής του παρόντος εδαφίου οι εν λόγω αρχές διενεργούν, μερίμνη των δημάρχων και των προέδρων των κοινοτικών συμβουλίων, πλήρη απογραφή του προσωπικού έναν (1) μήνα πριν από την έναρξη λειτουργίας του νέου δήμου.
(2) Κάθε μόνιμος υπάλληλος, εργοδοτούμενος ορισμένου ή αορίστου χρόνου, εργάτης ή μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού που, αμέσως πριν από την ημερομηνία κήρυξης της οικείας αρχής τοπικής διοίκησης σε δήμο ή δημοτικό διαμέρισμα, υπηρετεί σε αυτή, μεταφέρεται, με το ίδιο καθεστώς, δηλαδή του μόνιμου υπαλλήλου, εργοδοτουμένου ορισμένου ή αορίστου χρόνου, εργάτη ή μέλους του ωρομίσθιου προσωπικού στην υπηρεσία τoυ οικείου δήμου και τοποθετείται από τo συμβούλιο του δήμου σε θέση της οποίας τα καθήκοντα και οι ευθύνες είναι ανάλογα προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης που κατείχε στην αρχή τοπικής διοίκησης που κηρύχθηκε δήμος ή δημοτικό διαμέρισμα, νοουμένου ότι οι μισθοδοτικοί όροι, τα ωφελήματα ή/και τα δικαιώματα αυτού δεν επηρεάζονται δυσμενώς:
Νοείται ότι, o υπάλληλος, ο εργάτης ή το μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού δύναται, εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία της μεταφοράς του και την κoιvoπoίηση σε αυτόν των όρων υπηρεσίας της οικείας θέσης, να δηλώσει, με γραπτή γνωστοποίηση προς τον δήμο στον οποίο μεταφέρεται, ότι δεν επιθυμεί να εργοδοτηθεί στην υπηρεσία του δήμου, οπότε, από την ημερομηνία της υποβολής της γραπτής γνωστοποίησής του προς τον δήμο για την πρόθεσή του αυτή, παύει να τελεί στην υπηρεσία τoυ δήμου και, σε τέτοια περίπτωση, δικαιούται τα ίδια ωφελήματα αποχώρησης τα οποία θα εδικαιούτο, εάν αποχωρούσε από την υπηρεσία της αρχής τοπικής διοίκησης δυνάμει των νομοθετικών διατάξεων που εφαρμόζονται για την περίπτωσή του:
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία στον νέο δήμο μεταφέρονται πέραν του ενός υπάλληλοι, οι οποίοι κατείχαν στην οικεία αρχή τοπικής διοίκησης που κηρύχθηκε σε δημοτικό διαμέρισμα θέση Δημοτικού Γραμματέα, Δημοτικού Μηχανικού, Δημοτικού Ταμία ή Δημοτικού Υγειονομικού Επιθεωρητή, το συμβούλιο, κατά την πρώτη του συνεδρία, αποφασίζει για την τοποθέτηση υπαλλήλων στις θέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (α) έως (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 80, εφαρμόζοντας, τηρουμένων των αναλογιών, το κριτήριο της αρχαιότητας, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, νοουμένου ότι ο υπάλληλος που τοποθετείται στη θέση κατέχει τα απαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα της θέσης:
Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία μεταφέρεται στον νέο δήμο υπάλληλος ο οποίος κατείχε στην οικεία αρχή τοπικής διοίκησης που κηρύχθηκε δημοτικό διαμέρισμα θέση Δημοτικού Γραμματέα, Δημοτικού Μηχανικού, Δημοτικού Ταμία ή Δημοτικού Υγειονομικού Επιθεωρητή και δεν καθίσταται εφικτό να τοποθετηθεί στην αντίστοιχη θέση, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων της πιο πάνω επιφύλαξης, δύναται να μεταφερθεί σε άλλον υπό σύσταση δήμο και να τοποθετηθεί στην αντίστοιχη θέση, με την έγγραφη συγκατάθεσή του, ύστερα από απόφαση του δήμου από τον οποίο μεταφέρεται και από απόφαση του δήμου στον οποίο θα εργοδοτηθεί:
Νοείται έτι έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που δεν μεταφέρονται υπηρετούντες υπάλληλοι στις θέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 80, η θέση πληρούται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 80 και 81.
(3) Έδρα του υπηρετούντος προσωπικού νοείται η έδρα του νέου δήμου και το συμβούλιο, με απόφασή του, κατανέμει το προσωπικό του δήμου σε αποκεντρωμένες υπηρεσίες που λειτουργούν σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα ανάλογα με τις ανάγκες.
(4) Το οργανόγραμμα κάθε δήμου καθορίζει τις κεντρικές και αποκεντρωμένες διοικητικές μονάδες σε επίπεδο δημοτικού διαμερίσματος με τρόπο ώστε οι πάσης φύσεως οργανικές μονάδες να λειτουργούν στην έδρα του νέου δήμου ως κεντρικές δημοτικές υπηρεσίες με αποκεντρωμένες μονάδες σε κάθε δημοτικό διαμέρισμα.
(5) Κατά την κατάρτιση των δημοτικών οργανογραμμάτων λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να ενοποιηθούν οι πάσης φύσεως υπηρεσίες σε ενιαία υπηρεσία και προϊστάμενη αρχή στην έδρα κάθε δήμου.
(6) Η υπηρεσία τoυ υπαλλήλου, εργάτη ή μέλους του ωρομίσθιου προσωπικού στον δήμο θεωρείται ως συνέχιση της προηγούμενης υπηρεσίας του και η αντιμισθία και οι λοιποί όροι υπηρεσίας στον δήμο ή στην κοινότητα δεν δύναται vα μεταβληθούν δυσμενώς για αυτούς κατά τη διάρκεια της συνέχισης της υπηρεσίας τους στον δήμο αυτόν:
Νοείται ότι, για τους σκoπoύς τoυ παρόντος εδαφίου, ο όρος «όροι υπηρεσίας» περιλαμβάvει τους όρους που αφορούν τις άδειες, την παύση ή την αποχώρηση από την υπηρεσία, τη σύνταξη, πρόσθετα χορηγήματα ή άλλα παρόμοια επιδόματα:
Νοείται περαιτέρω ότι, για οποιαδήποτε τυχόν σύνταξη ή άλλα ωφελήματα αποχώρησης μέχρι την ημερομηνία μεταφοράς του υπαλλήλου, εργάτη ή μέλους του ωρομίσθιου προσωπικού στον δήμο και μέχρι την ημερομηνία αποχώρησης από την υπηρεσία αυτών, υπεύθυvoς καθίσταται o δήμος.
(7) Υπάλληλος, εργάτης ή μέλος του ωρομίσθιου προσωπικού που μεταφέρεται στην υπηρεσία τoυ οικείου δήμου δυνάμει τoυ παρόντος άρθρου, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στον δήμο αυτόν, τηρoυμέvωv των προνοιών οποιωνδήποτε εσωτερικών καvovισμώv, έχει όλα τα δικαιώματα και ωφελήματα και υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τωv υπαλλήλων σύμφωνα με τα ισχύοντα στον οικείο δήμο.