2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αρχή τοπικής διοίκησης» σημαίνει δημοτικό συμβούλιο, κοινοτικό συμβούλιο ή, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 4, πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως δυνάμει του καταργηθέντος περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, το οποίο κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου έχει ήδη συνενωθεί σε δήμο ο οποίος υφίστατο σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος νόμου·
«άτομο με αναπηρίες» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στο άρθρο 1 της Σύμβασης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία που έχει κυρωθεί με τον περί της Σύμβασης για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρίες και περί Συναφών Θεμάτων (Κυρωτικό) Νόμο.
«γενικές δημοτικές εκλογές» σημαίνει τις δημοτικές εκλογές για όλους τους δήμους της Δημοκρατίας·
«δήμος» σημαίνει οποιονδήποτε δήμο που συστήνεται ή εξακολουθεί να υφίσταται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, σημαίνει τον δήμο ως νομικό πρόσωπο υπό την ευρεία έννοια, όπως αυτό ενεργεί μέσω των εξουσιοδοτημένων οργάνων και υπαλλήλων του·
«δημόσιο θέαμα» σημαίνει την οργανωμένη παρουσίαση η οποία περιλαμβάνει την παρουσίαση οπτικού υλικού, ζωντανά ή από συσκευή, είτε αυτή συνοδεύεται από ήχο ή λόγο είτε όχι, ή οποιαδήποτε δημόσια πολιτιστική, κοινωνική, ψυχαγωγική ή αθλητική δραστηριότητα ή οποιοδήποτε θέαμα απευθύνεται στο ευρύ κοινό·
«δημότης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στο άρθρο 11·
«δημότης εκλογέας» σημαίνει δημότη που έχει το δικαίωμα του εκλέγειν·
«δημοτικά όρια» σημαίνει τα όρια του δήμου, όπως αυτά καθορίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
«δημοτικό διαμέρισμα» σημαίνει τον δήμο ή την κοινότητα που συνενώνεται σε άλλο δήμο, καθώς και, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 3, πρώην Συμβούλιο Βελτιώσεως δυνάμει του καταργηθέντος περί Χωρίων (Διοίκηση και Βελτίωση) Νόμου, το οποίο κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου έχει ήδη συνενωθεί σε δήμο ο οποίος υφίστατο σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος νόμου·
«διευθυντής» σημαίνει τον Δημοτικό Γραμματέα εκάστου δήμου·
«δικαστήριο», σε σχέση με συγκεκριμένο δήμο, σημαίνει το επαρχιακό δικαστήριο της επαρχίας εντός της οποίας εμπίπτουν τα δημοτικά όρια του δήμου αυτού·
«έκρυθμη κατάσταση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στο άρθρο 2 του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου·
«ελέγχων λειτουργός» σημαίνει τον δήμαρχο ή εξουσιοδοτημένο από αυτόν λειτουργό·
«Ένωση Δήμων Κύπρου» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του Μέρους Ένατου του παρόντος Νόμου και στο οποίο μετέχουν ως μέλη όλοι οι δήμοι οι οποίοι συστάθηκαν ή συστήνονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
«Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης» σημαίνει τον οικείο ως προς την επαρχία την οποία αφορά Επαρχιακό Οργανισμό Αυτοδιοίκησης, ο οποίος συστήνεται δυνάμει των διατάξεων του περί Επαρχιακών Οργανισμών Αυτοδιοίκησης Νόμου·
«Έπαρχος», σε σχέση με συγκεκριμένο δήμο, σημαίνει τον έπαρχο της επαρχίας εντός της οποίας ευρίσκονται τα δημοτικά όρια του συγκεκριμένου δήμου·
«εργάτης» σημαίνει κάθε μόνιμο ή έκτακτο εργάτη που απασχολείται πλήρως ή μερικώς από δήμο και περιλαμβάνει κάθε εργάτη ο οποίος πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου εργοδοτείτο από δήμο ή κοινότητα που έχει συνενωθεί στον οικείο νέο δήμο και έχει μεταφερθεί για να υπηρετήσει σε αυτόν·
«καταργηθείς νόμος» σημαίνει τον περί Δήμων Νόμο, ο οποίος με τον παρόντα Νόμο καταργείται·
«κοινότητα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στο άρθρο 2 του περί Κοινοτήτων Νόμου·
«οδός» περιλαμβάνει οποιαδήποτε πλατεία, δρόμο, οδό, ατραπό διέλευσης ζώων, ατραπό, αδιέξοδο δρόμο, δίοδο, πεζόδρομο, πεζοδρόμιο ή δημόσιο χώρο·
«οικοδομή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στο άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου·
«σκύβαλα» σημαίνει οικιακά και οργανικά απόβλητα, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Αποβλήτων Νόμο, χαλίκια, κονίαμα, παλιά σίδερα, σπασμένες φιάλες, θραυσμένα γυαλιά, τέφρα, κενά κουτιά, κενά μεταλλικά δοχεία και περιλαμβάνει οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα ή πράγματα, που δεν αποτελούν ακαθαρσίες υπονόμων, τα oπoία δυνατό vα προκαλέσουν ρύπανση ή ακαθαρσία ή vα καταστούν επιβλαβή στις ανέσεις της περιοχής.
«συμβούλιο» σημαίνει το δημοτικό συμβούλιο το οποίο, ως όργανο ευρείας εκπροσώπησης, αποτελείται από τον δήμαρχο, τους αντιδημάρχους και τους συμβούλους ως μέλη του·
«σύμβoυλoς» σημαίvει τον δημοτικό σύμβουλο που είναι εκλελεγμέvo μέλoς συμβoυλίoυ και δεν είναι δήμαρχος ή αντιδήμαρχος·
«σχολείο» σημαίνει δημόσιο σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης ή δημόσιο σχολείο μέσης εκπαίδευσης του οποίου την ευθύνη της διοίκησης και συντήρησης έχει η Δημοκρατία και το οποίο δεν διέπεται από ειδικό νόμο και περιλαμβάνει σχολείο που κηρύσσεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ως δημόσιο σχολείο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου·
«σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης» σημαίνει σχολείο το οποίο λειτουργεί ως αυτόνομη σχολική μονάδα με δική της διεύθυνση και περιλαμβάνει προδημοτική ή/και δημοτική εκπαίδευση·
«σχολείο μέσης εκπαίδευσης» σημαίνει σχολείο στο οποίο φοιτούν μαθητές που αποφοίτησαν από σχολείο δημοτικής εκπαίδευσης ή που έχουν γίνει δεκτοί για φοίτηση και περιλαμβάνει τον γυμνασιακό και λυκειακό κύκλο της μέσης γενικής εκπαίδευσης·
«υπάλληλος» σημαίνει κάθε μόνιμο ή έκτακτο υπάλληλο, με σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ο οποίος απασχολείται πλήρως ή μερικώς από δήμο και περιλαμβάνει κάθε υπάλληλο ο οποίος πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου εργοδοτείτο από δήμο ή κοινότητα που έχει συνενωθεί στον οικείο νέο δήμο και έχει μεταφερθεί για να υπηρετήσει σε αυτόν·
«υποάδεια χρήσης» σημαίνει την άδεια που παραχωρείται από αδειούχο χρήστη σε τρίτο πρόσωπο, τον υποαδειούχο χρήστη, μέσω της οποίας ο αδειούχος χρήστης παραχωρεί στον υποαδειούχο χρήστη ορισμένα ή όλα τα δικαιώματα σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία που ο αδειούχος χρήστης κατέχει δυνάμει της παραχωρηθείσας άδειας χρήσης·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών·
«χρεόγραφα» σημαίνει γραμμάτια και άλλα παρόμοιου είδους χρεόγραφα, όπως ήθελε καθορισθεί.