13.-(1) Οι νομιμοποιούμενοι φορείς δύνανται να καταχωρίζουν αντιπροσωπευτικές αγωγές για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης, χωρίς να απαιτείται η εκ των προτέρων διαπίστωση παράβασης στο πλαίσιο άλλης ξεχωριστής διαδικασίας.
(2) Για λόγους διασφάλισης της αποτελεσματικής προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των καταναλωτών, ο νομιμοποιούμενος φορέας δύναται να καταχωρίσει αντιπροσωπευτική αγωγή η οποία θα καλύπτει το σύνολο των καταναλωτών που επηρεάζονται από την ισχυριζόμενη παράβαση που αποτελεί το αντικείμενο της δίκης, εφόσον οι καταναλωτές δεν δηλώσουν ρητά ότι δεν επιθυμούν να συμμετάσχουν στη δίκη εντός εύλογης προθεσμίας που θα διατάξει κατά την κρίση του το Δικαστήριο (εκπροσώπηση με σιωπηρή συναίνεση):
(3) Οι καταναλωτές που εκπροσωπούνται στο πλαίσιο αντιπροσωπευτικής αγωγής δεν μπορούν να εκπροσωπούνται σε άλλες αντιπροσωπευτικές αγωγές με το ίδιο επίδικο θέμα κατά του ίδιου εμπορευομένου, ούτε να ασκούν μεμονωμένα αγωγή για το ίδιο επίδικο θέμα κατά του ίδιου εμπορευομένου και δεν λαμβάνουν αποζημίωση πέραν της μίας φοράς για το ίδιο επίδικο θέμα κατά του ίδιου εμπορευομένου.
(4) Η δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται για μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης προσδιορίζει, μεταξύ άλλων-
(α) τους μεμονωμένους καταναλωτές που δικαιούνται να επωφεληθούν από τις διατασσόμενες θεραπείες ή τουλάχιστον την ομάδα των καταναλωτών που δικαιούται να επωφεληθεί από αυτές∙
(β) τις προθεσμίες εντός των οποίων οι μεμονωμένοι καταναλωτές μπορούν να επωφελούνται από μέτρα επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης·
(γ) την κατάληξη ενδεχόμενων υπολοίπων κεφαλαίων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης που δεν ανακτώνται εντός των καθορισμένων προθεσμιών:
(5) Οι θεραπείες οι οποίες παρέχονται μέσω των μέτρων επανόρθωσης και/ή αποκατάστασης στο πλαίσιο μίας αντιπροσωπευτικής αγωγής δεν επηρεάζουν τυχόν επιπρόσθετες θεραπείες που ευρίσκονται στη διάθεση των καταναλωτών δυνάμει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της εν λόγω αντιπροσωπευτικής αγωγής.
(6) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με την καταχώριση και εκδίκαση αγωγών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση των αγωγών που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(7) Ο διάδικος εναντίον του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση απαιτείται να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα με τα οποία επιβαρύνθηκε ο διάδικος υπέρ του οποίου εκδόθηκε η δικαστική απόφαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.