3.-(1) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του Άρθρου 3 του Κανονισμού, Εντολή Αφαίρεσης εκδίδεται από το Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 13 του περί της Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας και Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, κατόπιν μονομερούς αίτησης αστυνομικού ανακριτή, η οποία υποβάλλεται με εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας και κατόπιν έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, νοουμένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι συγκεκριμένο υλικό συνιστά υλικό τρομοκρατικού περιεχομένου.
(2) Για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 2 του Άρθρου 3 του Κανονισμού, εάν η Αρμόδια Αρχή Έκδοσης Εντολών Αφαίρεσης δεν έχει προηγουμένως εκδώσει Εντολή Αφαίρεσης σε Πάροχο Υπηρεσιών Φιλοξενίας, παρέχει σε αυτόν πληροφορίες σχετικά με τις εφαρμοστέες διαδικασίες και προθεσμίες, τουλάχιστον δώδεκα (12) ώρες πριν από την έκδοση της Εντολής Αφαίρεσης.
(3) Κατά την αξιολόγηση του υλικού από την Αρμόδια Αρχή Έκδοσης Εντολών Αφαίρεσης λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, παράγοντες όπως η φύση και η διατύπωση των δηλώσεων, καθώς και το πλαίσιο στο οποίο αυτές διατυπώνονται και η πιθανότητα να επιφέρουν δυσμενείς συνέπειες, όπως επηρεασμό της προστασίας και ασφάλειας προσώπων.
(4) Για τη διαβίβαση Εντολής Αφαίρεσης στα σημεία επαφής των Παρόχων Υπηρεσιών Φιλοξενίας τα οποία προβλέπονται στις διατάξεις του Άρθρου 15 του Κανονισμού, η Αρμόδια Αρχή Έκδοσης Εντολών Αφαίρεσης χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό μέσο το οποίο συνάδει με τις τεχνικές απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται από την Επιτροπή με κατ’ εξουσιοδότηση πράξη της, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των Άρθρων 19 και 20 του Κανονισμού.
(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 7 και 8 του Άρθρου 3 του Κανονισμού, Πάροχος Υπηρεσιών Φιλοξενίας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί Εντολή Αφαίρεσης από Δικαστήριο παραλείπει ή αμελεί να αφαιρέσει ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε τρομοκρατικό περιεχόμενο σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης το συντομότερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός μίας (1) ώρας από την παραλαβή της Εντολής Αφαίρεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 3 του Κανονισμού, είναι ένοχος αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(6) Πάροχος Υπηρεσιών Φιλοξενίας ο οποίος χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει ή αμελεί να ενημερώσει αμέσως την Αστυνομία Κύπρου για τρομοκρατικό περιεχόμενο το οποίο συνεπάγεται επικείμενη απειλή κατά της ζωής δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 5 του Άρθρου 14 του Κανονισμού, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα τρία (3) χρόνια ή σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις εκατόν εβδομήντα χιλιάδες ευρώ (€170.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας ο οποίος χωρίς εύλογη αιτία καθυστερεί να ενημερώσει την Αρμόδια Αρχή Έκδοσης Εντολών Αφαίρεσης για την αφαίρεση τρομοκρατικού περιεχομένου ή για την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε τρομοκρατικό περιεχόμενο σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 6 του Άρθρου 3 του Κανονισμού, είναι ένοχος αδικήματος, και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης η οποία δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(8) Το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν μονομερούς αίτησης αστυνομικού ανακριτή η οποία υποβάλλεται κατ’ εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, να διατάξει την κατάργηση ιστότοπου και/ή τη μη πρόσβαση από τους χρήστες σε ιστότοπο, ο οποίος φιλοξενεί ιστοσελίδες οι οποίες περιέχουν ή διαδίδουν τρομοκρατικό περιεχόμενο, σε περίπτωση κατά την οποία Πάροχος Υπηρεσιών Φιλοξενίας εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί Εντολή Αφαίρεσης παραλείπει ή αμελεί να αφαιρέσει ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε τρομοκρατικό περιεχόμενο σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός της προβλεπόμενης στις διατάξεις του εδαφίου (5) προθεσμίας.
(9) Το Δικαστήριο κατά την επιβολή οποιαδήποτε ποινής η οποία προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις οι οποίες προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου 2 του Άρθρου 18 του Κανονισμού.