102. Η ποινική δικαιοσύνη εν τω στρατώ απονέμεται-
(α) υπό του στρατιωτικού δικαστηρίου, ως πρωτοβαθμίου~
(β) υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως δευτεροβαθμίου.
103.-(1) Καθιδρύεται Στρατιωτικόν Δικαστήριον διά να ασκή καθ’ άπασαν την Κύπρον τοιαύτην δικαιοδοσίαν και εξουσίας, οίαι ανατίθενται εις αυτό υπό του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε άλλου εκάστοτε εν ισχύι νόμου.
(2) Αι συνεδρίαι του Στρατιωτικού Δικαστηρίου θα γίνωνται εν Λευκωσία εις τοιούτο κτίριον ως ο Υπουργός Δικαιοσύνης θα παραχωρή από καιρού εις καιρόν διά τον σκοπόν τούτον ή εν οιωδήποτε δικαστηριακώ κτιρίω εν οιαδήποτε Επαρχία, ως ο Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ήθελεν ορίσει.
(3) Το Στρατιωτικόν Δικαστήριον δικάζει αμέσως τα εν τω ακροατηρίω αυτού διαρκούσης της συνεδριάσεως πραττόμενα και επ’ αυτοφώρω καταλαμβανόμενα αδικήματα, εφ’ όσον ταύτα υπάγονται εις την καθ’ ύλην αρμοδιότητα αυτού:
Νοείται ότι εάν το Στρατιωτικόν Δικαστήριον δεν είναι αρμόδιον να δικάση αμέσως το αδίκημα συλλαμβάνεται ο δράστης και παραπέμπεται εις την αρμοδίαν αρχήν. Εάν ο δράστης είναι δικηγόρος, συνήγορος ενός των διαδίκων, η σύλληψις εκτελείται μετά το πέρας της ασκήσεως των καθηκόντων αυτού εν τη δίκη.
- 40/1964
- 158/1985
104.-(1) Το Στρατιωτικόν Δικαστήριον σύγκειται εκ του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και δύο στρατοδικών, απάντων διοριζομένων υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ως εν τω παρόντι Νόμω προνοείται.
(2) Η γνώμη του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου, αναλόγως της περιπτώσεως, ως προς οιονδήποτε κατά την κρίσιν αυτού νομικόν σημείον εγειρόμενον καθ’ οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας είναι δεσμευτική διά τους στρατοδίκας.
- 40/1964
- 158/1985
104Α.-(1) Ουδείς διορίζεται ως Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ή ως Αναπληρωτής Πρόεδρος αυτού, εκτός εάν έχη τα προσόντα να διορισθή, συμφώνως προς το άρθρον 6(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1985, ως Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής ή Επαρχιακός Δικαστής, αντιστοίχως.
(2) Η αντιμισθία και οι άλλοι όροι υπηρεσίας του Προέδρου και Αναπληρωτού Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου είναι οι εκάστοτε ισχύοντες εν σχέσει προς Ανώτερον Επαρχιακόν Δικαστήν και Επαρχιακόν Δικαστήν, αντιστοίχως, νοουμένου ότι αι υπηρεσίαι των τερματίζονται και αι θέσεις των καταργούνται άμα τη διαλύσει του στρατού της Δημοκρατίας.
(3) Ο Πρόεδρος και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου θα φέρουσι, virtute officio, τον βαθμόν του υποστράτηγου και ταξίαρχου, αντιστοίχως.
(4) Ο Πρόεδρος και ο Αναπληρωτής Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου οφείλουν, πριν ή αναλάβουν τα καθήκοντα του λειτουργήματος των, να ομόσουν και υπογράψουν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ή δύο μελών αυτού τους εν τω άρθρω 9(1) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1985 προβλεπομένους όρκους.
(5) Ουδεμία αγωγή εγείρεται κατά του Προέδρου, του Αναπληρωτού Προέδρου ή στρατοδίκου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου δι’ οιανδήποτε πράξιν ή παράλειψιν αυτών ή γνώμην εκφρασθείσαν υπ’ αυτών κατά την ενάσκησιν των καθηκόντων των.
(6) Εν περιπτώσει προσωρινής απουσίας ή ανικανότητος του Προέδρου ή του Αναπληρωτού Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται να διορίση πρόσωπον κατέχον τα υπό του παρόντος Νόμου απαιτούμενα προσόντα, διά να ασκή προσωρινώς καθήκοντα Προέδρου ή Αναπληρωτού Προέδρου, αναλόγως της περιπτώσεως, διά το διάστημα το εκάστοτε καθοριζόμενον εν τη πράξει του διορισμού του.
(7) Παν πρόσωπον διοριζόμενον δυνάμει του εδαφίου (6) κέκτηται εν όσω διαρκεί ο διορισμός αυτού, απάσας τας εξουσίας και εκτελεί τα καθήκοντα του λειτουργήματος εις το οποίον διορίζεται.
- 40/1964
- 158/1985
- 49(I)/1993
104Β.-(1) Δι’ εκάστην υπόθεσιν ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου ο Πρόεδρος ορίζει τους δύο στρατοδίκας οι οποίοι θα παρακάθηνται μετ’ αυτού ή του Αναπληρωτού Προέδρου, ως ήθελεν ορίσει διά την συγκεκριμένην υπόθεσιν.
(2) Οι στρατοδίκαι ορίζονται υπό του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου εκ καταλόγου στρατοδικών καταρτιζομένου υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου συμφώνως προς το εδάφιον (3).
(3)(α) Ο Διοικητής καταρτίζει κατάλογον υποψηφίων στρατοδικών εξ αξιωματικών φερόντων βαθμόν τουλάχιστον λαχαγού.
(β) Ο δυνάμει της παραγράφου (α) κατάλογος υποβάλλεται μέσω του Υπουργού Δικαιοσύνης εις το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον διά επιλογήν και καταρτισμόν του εις το εδάφιον (2) προβλεπομένου καταλόγου στρατοδικών.
(4) Ο ούτω καταρτισθείς κατάλογος στρατοδικών δημοσιεύεται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου εις την επίσημον εφημερίδα της Δημοκρατίας και διαβιβάζεται υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου εις τον Πρόεδρον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου.
(5) Η θητεία εκάστου στρατοδίκου είναι διετής από της ημερομηνίας του διορισμού του, δύναται όμως ούτος να επαναδιορίζηται μετά την λήξιν της θητείας αυτού:
Νοείται ότι το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον δύναται, τη προτάσει του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, να τερματίση τον διορισμόν στρατοδίκου κατά πάντα χρόνον εν περιπτώσει αναρμόστου συμπεριφοράς, επανειλημμένης αποχής εκ των καθηκόντων διά την εκτέλεσιν των οποίων έχει ούτος δεόντως ορισθή υπό του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, προσέτι δε εν περιπτώσει καθ’ ην ούτος ήθελε κριθή υπό του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, τη εισηγήσει του Προέδρου του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ως ανίκανος να εκπληρώση τα καθήκοντα του λόγω παρατεταμένης ασθενείας, νοσήματος ή απουσίας εκ της Δημοκρατίας.
(6) Ο Πρόεδρος του Στρατιωτικού Δικαστηρίου οφείλει να γνωστοποιή εις τον Διοικητήν, δέκα τουλάχιστον ημέρας προ εκάστης δικασίμου, τα ονόματα των στρατοδικών τους οποίους ώρισε διά τας υποθέσεις της δικασίμου, ίνα ούτος διά διαταγής του αποδεσμεύση τούτους εκ των υπηρεσιακών των καθηκόντων.
- 40/1964
- 158/1985
105.-(1) Διορίζονται υπάλληλοι παρά τω στρατιωτικώ δικαστηρίω τα καθήκοντα και αι εξουσίαι των οποίων καθορίζονται υπό διαδικαστικού κανονισμού γενομένου υπό του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
(2) Πάντες οι υπάλληλοι του στρατιωτικού δικαστηρίου διορίζονται υπό της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας είτε εκ της Δημοσίας Υπηρεσίας είτε εκτός ταύτης επί συμβάσει και επί τοιαύτη αμοιβή και υπό τοιούτους όρους οίους ήθελε καθορίσει το Υπουργικόν Συμβούλιον.
- 40/1964
- 70/1964
- 158/1985
106.-(1) Καθήκοντα στρατιωτικών εισαγγελέων στο στρατιωτικό δικαστήριο εκτελούν Νομικοί Λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας και, κατόπιν εξουσιοδότησης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αξιωματικοί του Στρατού βαθμού λαχαγού και άνω που έχουν νομική κατάρτιση και είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Δικηγόρων Κύπρου ως δικηγόροι και που ορίζονται για το σκοπό αυτό από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σε συνεννόηση με τον Υπουργό Άμυνας.
(2) Οι στρατιωτικοί εισαγγελείς επιμελούνται την επεξεργασία και την εισαγωγή των υποθέσεων ενώπιον του στρατιωτικού δικαστηρίου, παριστάμενοι και ασκούντες τη δίωξη ενώπιον αυτού.
(3) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος Νόμου οι στρατιωτικοί εισαγγελείς που δεν είναι Νομικοί Λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας υπάγονται και αυτοί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ενεργούν σύμφωνα με τις οδηγίες του.
- 40/1964
- 5(I)/1992
107.(1) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι οπλίτης ή αξιωματικός μέχρι και το βαθμό του υπολοχαγού ή ιδιώτης, το Στρατιωτικό Δικαστήριο συντίθεται από τον πρόεδρό του και δύο (2) στρατοδίκες με βαθμό, αμφότεροι ή εκάτερος, λοχαγού ή ταγματάρχη.
(2) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι αξιωματικός βαθμού λοχαγού μέχρι και συνταγματάρχη, το Στρατιωτικό Δικαστήριο συντίθεται από τον πρόεδρό του και δύο (2) στρατοδίκες με βαθμό ανώτερο του κατηγορούμενου, όπως φαίνεται στον ακόλουθο Πίνακα, αντίστοιχα:
ΠΙΝΑΚΑΣ
Κατηγορούμενος |
Στρατοδίκες, αμφότεροι ή εκάτερος |
Λοχαγός | Ταγματάρχης ή αντισυνταγματάρχης. |
Ταγματάρχης | Αντισυνταγματάρχης ή συνταγματάρχης. |
Αντισυνταγματάρχης | Συνταγματάρχης ή ταξίαρχος. |
Συνταγματάρχης | Ταξίαρχοι ή, αν δεν υπάρχουν στρατοδίκες με βαθμό ταξίαρχου, δικαστές Επαρχιακού Δικαστηρίου που ορίζονται από το Ανώτατο Δικαστήριο. |
(3) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι αξιωματικός βαθμού ταξίαρχου ή υποστράτηγου ή αντιστράτηγου, το Στρατιωτικό Δικαστήριο συγκροτείται με τον ίδιο τρόπο που προβλέπεται η σύνθεση του Κακουργιοδικείου, σύμφωνα με το άρθρο 5 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι 2010, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(4) Σε περίπτωση, κατά την οποία κατηγορούμενος είναι αιχμάλωτος πολέμου, η σύνθεση του Στρατιωτικού Δικαστηρίου είναι όπως προνοείται στα εδάφια (1), (2) και (3), λαμβανομένου υπόψη, κατά το δυνατόν, του βαθμού του κατηγορούμενου σε αντιστοιχία με τους βαθμούς των αξιωματικών του στρατού.
- 40/1964
- 158/1985
- 105(I)/2011
109. Άπαντες οι στρατοδίκαι οφείλουν, πριν ή αναλάβουν τα καθήκοντα του λειτουργήματος των, να ομόσουν και υπογράψουν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου ή δύο μελών αυτού τον ακόλουθον όρκον:
“Οριζόμεθα ότι θα εκπληρούμεν πιστώς και ευσυνειδήτως τα καθήκοντα του στρατοδίκου.”
- 40/1964
- 158/1985
110. Συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ’ ευθείαν με γραμμήν όλων των βαθμών, εκ πλαγίου δε μέχρι τετάρτου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, δεν δύνανται, επί ποινή ακυρότητος της διαδικασίας, να είναι μέλη του αυτού στρατιωτικού δικαστηρίου ουδέ να εκπληρώσι παρ’ αυτώ καθήκοντα στρατιωτικού εισαγγελέως.
111.-(1) Ουδείς δύναται να δικάση-
(α) εάν είναι συγγενής του παθόντος ή του κατηγορουμένου εις ανιόντα ή κατιόντα βαθμόν ή μέχρι τετάρτου εκ πλαγίου βαθμού ή συγγενής εξ αγχιστίας μέχρι δευτέρου βαθμού συμπεριλαμβανομένου, ή σύζυγος και μετά την λύσιν του γάμου~
(β) εάν και πόρρωθεν έχη άμεσον ίδιον συμφέρον εκ της εκβάσεως της υποθέσεως~
(γ) εάν εμήνυσε την υπό δίκην πράξιν ή διέταξε την ανάκρισιν αυτής, εξαιρουμένου του εγκλήματος της λιποταξίας~
(δ) εάν έχη, μετά του κατηγορουμένου ή του παθόντος, ιδιαιτέραν φιλίαν ή οικειότητα ή έριν ή έχθραν~
(ε) εάν εντός των προηγουμένων πέντε ετών παρέστη ως παθών ή ετέθη υπό ανάκρισιν εις ποινικήν κατά του κατηγορουμένου υπόθεσιν~
(στ) εάν εγνωμοδότησε προηγουμένως διοικητικώς ή ενήργησεν ως ανακριτής, ή ως δικαστής ή παρέστη ως συνήγορος επί της υπό δίκην πράξεως~
(ζ) εάν κατέθεσεν ως μάρτυς περί αυτής.
(2) Αι διατάξεις των παραγράφων (α), (β), (δ), (ε) και (ζ) του εδαφίου (1) εφαρμόζονται και εις τον στρατιωτικόν εισαγγελέα.
(3) Πας στρατοδίκης ή στενογράφος συνειδώς εαυτώ κώλυμα εκ των του εδαφίου (1) ή αιτίαν εξαιρέσεως, οφείλει να ανακοινώση αυτήν εις τον πρόεδρον αφ’ ης λάβη γνώσιν του διορισμού του.
(4) Πας Πρόεδρος συνειδώς εαυτώ κώλυμα ή αιτίαν εξαιρέσεως εκ των του εδαφίου (1) οφείλει να ανακοινώση εις τον Πρόεδρον του Ανωτάτου Δικαστηρίου όστις ορίζει και τον αναπληρωτήν αυτού και πας στρατιωτικός εισαγγελεύς συνειδώς εαυτώ οιονδήποτε τοιούτο κώλυμα ή αιτίαν οφείλει να ανακοινώση αυτήν εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις ορίζει και τον αναπληρωτήν αυτού.
- 40/1964
- 70/1964
112.(1) Στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται, αναφορικά με τα στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν–
(α) οι εν ενεργεία στρατιωτικοί και οι εξομοιούμενοι με νόμο προς αυτούς·
(β) οι στρατιωτικοί που, για οποιοδήποτε λόγο, παύουν να ανήκουν στις τάξεις του στρατού, αναφορικά με στρατιωτικά αδικήματα που έχουν διαπράξει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας τους·
(γ) οι στρατιωτικοί που βρίσκονται σε άδεια, εφόσον η άδεια αυτή δεν υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες·
(δ) οι λιποτάκτες· και
(ε) οι αιχμάλωτοι πολέμου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται κατ' εξαίρεση–
(α) οι στρατεύσιμοι και οι έφεδροι, αναφορικά με αδικήματα που διαπράττουν κατά τις διατάξεις των άρθρων 67 και 68 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 2011, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή αναφορικά με αδικήματα που έχουν διαπράξει κατά τις διατάξεις του άρθρου 22 των περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 2008, κατά τη διάρκεια της ισχύος των εν λόγω νόμων·
(β) οι έφεδροι, αναφορικά με στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν κατά τη διάρκεια εκπλήρωσης εφεδρικής υπηρεσίας, στην οποία έχουν κληθεί, ή κατά τη διάρκεια της μετάβασης ή αναχώρησής τους προς ή από το χώρο εκπλήρωσης της εν λόγω υπηρεσίας· και
(γ) ιδιώτες, εφόσον ορίζεται τούτο από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο ειδικό νόμο.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), εν καιρώ πολέμου, ένοπλης στάσης, κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή επιστράτευσης, στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου υπάγονται, αναφορικά με τα στρατιωτικά αδικήματα που διαπράττουν–
(α) όσοι υπάγονται σε αυτό εν καιρώ ειρήνης·
(β) οι με οποιονδήποτε τρόπο και υπό οποιανδήποτε ιδιότητα υπηρετούντες στο στρατό· και
(γ) όλοι οι ιδιώτες, οι οποίοι, μετά από άδεια αρμόδιας στρατιωτικής αρχής, ασκούν οποιανδήποτε εργασία ή παρέχουν γενικά οποιεσδήποτε υπηρεσίες χρήσιμες για το στρατό.
114.(1) Συμμέτοχοι κακουργήματος ή πλημμελήματος, ορισμένοι από τους οποίους υπάγονται στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και ορισμένοι στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων, υπάγονται όλοι στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων.
(2) Σε κάθε περίπτωση, που εμπίπτει στο εδάφιο (1), οι δίκες μπορούν να χωρισθούν, εάν από την ένωσή τους δυνατόν να προκύψει οποιαδήποτε βλάβη.
114Α. Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε διαπράττει περισσότερα από ένα αδικήματα που απορρέουν από τα ίδια ή συναφή πραγματικά γεγονότα, για ορισμένα από τα οποία δικαιοδοσία έχει το Στρατιωτικό Δικαστήριο και για ορισμένα άλλα τα κοινά ποινικά δικαστήρια, υπάγεται για όλα τα αδικήματα στη δικαιοδοσία–
(α) του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, εάν το αδίκημα για το οποίο προβλέπεται βαρύτερη ποινή υπάγεται στη δικαιοδοσία του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ή·
(β) των κοινών ποινικών δικαστηρίων, εάν το αδίκημα για το οποίο προβλέπεται βαρύτερη ή ίση ποινή υπάγεται στη δικαιοδοσία των κοινών ποινικών δικαστηρίων.
115. Εν αμφισβητήσει της αρμοδιότητος μεταξύ του στρατιωτικού δικαστηρίου ή των στρατιωτικών δικαστικών αρχών και των κοινών ποινικών δικαστηρίων ή δικαστικών αρχών την αρμοδιότητα κανονίζει το Ανώτατον Δικαστήριον.
116.-(1) Η ποινική δίωξις των μεν υπό του παρόντος Νόμου προβλεπομένων αδικημάτων γίνεται πάντοτε αυτεπαγγέλτως, των δε υπό των κοινών ποινικών νόμων συμφώνως προς τας σχετικάς αυτών διατάξεις.
(2) Την ποινικήν δίωξιν ασκεί εν ονόματι της Δημοκρατίας ο Γενικός Εισαγγελεύς της Δημοκρατίας.
117.-(1) Διά το αδίκημα της λιποταξίας υποβάλλεται μήνυσις υπό του διοικητού της μονάδος ή του προϊσταμένου εν γένει της υπηρεσίας εις ην ανήκει ο λιποτάκτης.
(2) Αναφορικά με τα αδικήματα που προβλέπονται από τα άρθρα 67 και 68 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 2011, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, η μήνυση υποβάλλεται, ανάλογα με την περίπτωση, από τις αρμόδιες στρατιωτικές αρχές ή το κέντρο κατάταξης, στο οποίο ο στρατεύσιμος ή ο έφεδρος οφείλει να παρουσιασθεί.
118.-(1) Σκοπός της στρατιωτικής ανακρίσεως είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, ίνα βεβαιωθή η τέλεσις αδικήματος και αποφασισθή εάν πρέπει να εισαχθή τις εις δίκην επί τούτω.
(2) Κατά ταύτην ενεργείται παν ό,τι δύναται να συντείνη προς ανακάλυψιν της αληθείας, εξετάζεται δε και βεβαιούται εξ επαγγέλματος, όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότης του υπό κατηγορίαν προσώπου, ως και παν στοιχείον αφορών εις την προσωπικότητα αυτού δυνάμενον να επηρεάση την επιμέτρησιν της τυχόν επιβληθησομένης ποινής.
119.(1) Η ανάκριση, που ενεργείται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και διεξάγεται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν διαταγής του προσώπου που έχει δικαίωμα προς τούτο, όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (3) και (4).
(2) Δικαίωμα διεξαγωγής ανάκρισης έχουν─
(α) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Υπουργού Άμυνας, ο Διοικητής·
(β) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Διοικητή, οι διοικητές Μεραρχιών, Ταξιαρχιών, Συνταγμάτων και Τακτικών Διοικήσεων, οι φρούραρχοι, οι στρατοπεδάρχες, οι διοικητές μονάδων, οι διοικητές ανεξάρτητων υπομονάδων και οι διευθυντές στρατιωτικών υπηρεσιών και καταστημάτων·
(γ) τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ως ανακριτές δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού.
(3) Ο Διοικητής, όταν αποφασίζει τη διεξαγωγή ανάκρισης δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), δύναται να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό αυτό.
(4) Καθένας από τους αναφερόμενους στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δύναται, είτε να διεξάγει την ανάκριση ο ίδιος, είτε να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ’ οποιονδήποτε αξιωματικό που τελεί υπό τις διαταγές του.
(5) Κάθε ανακριτής, κατά τη διεξαγωγή της ανάκρισης, εφαρμόζει όλες τις σχετικές με το θέμα διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
- 40/1964
- 70/1964
- 105(I)/2011
120.-(1) Οι αξιωματικοί που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, δικαιούνται να αιτήσωνται παρά του δικαστηρίου την σύλληψιν και προφυλάκισιν του υπό κατηγορίαν προσώπου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο ενεργών την σύλληψιν και προφυλάκισιν οφείλει όπως εντός είκοσι τεσσάρων ωρών υποβάλη συνοπτικήν έκθεσιν ενώπιον του προέδρου του στρατιωτικού δικαστηρίου διά την έκδοσιν του σχετικού εντάλματος προφυλακίσεως.
(2) Η προφυλάκισις διατάσσεται εκάστοτε διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας.
(3) Διαρκούσης της προφυλακίσεως δύναται ο υπό προφυλάκισιν τελών να αιτήσηται την προσωρινήν διακοπήν της προφυλακίσεως του ότε η σχετική αίτησις εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου διά του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
(4) Η ανάκρισις εν περιπτώσει προφυλακίσεως του κατηγορουμένου, περατούται εντός είκοσι ημερών και η δικογραφία υποβάλλεται ιεραρχικώς εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διά την περαιτέρω ενέργειαν.
- 40/1964
- 70/1964
- 105(I)/2011
121.-(1) Τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, επιχειρούσιν έκαστος, εντός της αρμοδιότητος του και άνευ αναβολής, πάσας τας αναγκαίας προς βεβαίωσιν του αδικήματος και των υπαιτίων ανακριτικάς πράξεις κατά τας σχετικάς διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(2) Προκειμένου περί προφυλακισμένου προσώπου ο ενεργών την ανάκρισιν αξιωματικός υποχρεούται να εξετάση αυτόν εντός τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της λήψεως της εντολής.
122.-(1) Εάν προς βεβαίωσιν αδικήματος ή προς σύλληψιν τινος υπαγομένου εις την στρατιωτικήν δικαιοδοσίαν πρόκειται, εκτός της περιπτώσεως της επ’ αυτοφώρω πράξεως να εισέλθη στρατιωτική αρχή εις τι κατάστημα πολιτικής υπηρεσίας απευθύνει αύτη τας προς τον σκοπόν τούτον αιτήσεις της προς την αρμοδίαν πολιτικήν αρχήν, ήτις οφείλει να παραδεχθή αυτάς και εν περιπτώσει αρνήσεως ή συγκρούσεως δικαιοδοσίας, να εξασφαλίση την σύλληψιν του καταζητουμένου.
(2) Αιτήσεις άλλων δικαστικών αρχών περί ερεύνης εν στρατιωτικώ καταστήματι οφείλει να παραδεχθή η στρατιωτική αρχή και εν περιπτώσει συγκρούσεως δικαιοδοσίας να εξασφαλίση την σύλληψιν του καταζητουμένου.
123.-(1) Οι επί της ανακρίσεως στρατιωτικοί δύνανται να ενεργώσι κατ’ οίκον ερεύνας συμμορφούμενοι προς τας σχετικάς διατάξεις του υφισταμένου δικαίου.
(2) Κατ’ αυτήν δέον να αποφεύγηται επιμελώς πάσα περιττή δημοσιότης και ενόχλησις των ενοίκων προς δε να καταβάλληται μέριμνα διά την υπόληψιν αυτών και την διαφύλαξιν ατομικών μυστικών μη εχόντων σχέσιν με την κατηγορουμένην πράξιν, πάσα δε ενέργεια γενικώς να διέπηται υπό των κανόνων της ευπρεπείας και κοσμιότητος. Απαραίτητος τυγχάνει ή παρουσία του ενοίκου ή τινος των γειτόνων.
124.(1) Ο φάκελος της ανάκρισης, μαζί με το πόρισμα και όλα τα σχετικά έγγραφα στοιχεία, υποβάλλονται μέσω των προϊσταμένων αρχών, χωρίς αναβολή, στο Διοικητή, ο οποίος–
(α) εάν υπάρχει μαρτυρία για πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, διαβιβάζει το φάκελο της ανάκρισης στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να αποφασίσει κατά πόσο θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του εν λόγω προσώπου· ή
(β) εάν δεν υπάρχει μαρτυρία για πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, θέτει το φάκελο της ανάκρισης στο αρχείο.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού, ο Διοικητής, σε περίπτωση που κρίνει ότι από τα στοιχεία του φακέλου της ανάκρισης προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από οποιοδήποτε στρατιωτικό, δύναται–
(α) αφού προηγουμένως δώσει σ’ αυτόν τη δυνατότητα να ακουσθεί, να του επιβάλει την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, πειθαρχική ποινή, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, που καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται. ή
(β) εάν κρίνει ότι η δικαιοδοσία του δεν είναι επαρκής για το πειθαρχικό παράπτωμα που διαπράχθηκε, να δώσει οδηγίες για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του εν λόγω στρατιωτικού, όπως καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
125. Εάν ο ανακριτής σύνοιδεν εαυτώ αιτίαν τινά εξαιρέσεως, οφείλει να αναφέρη τους περί ταύτης λόγους εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις μετά τούτο αναθέτει την ενέργειαν της ανακρίσεως εις έτερον ανακριτήν.
126.-(1) Κατά την ενέργειαν αυτοψίας, ερεύνης και κατασχέσεως τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, έχουσι δικαίωμα να κλείωσιν ολοκλήρους κατοικίας ή μέρος αυτών, να επιθέτωσι σφραγίδας, να διορίζωσι φύλακας και εν γένει να λαμβάνωσι πάντα τα πρόσφορα μέτρα, ώστε να μη εξαφανισθώσιν αντικείμενα χρήσιμα εις την ανάκρισιν, μηδέ να απομακρυνθώσιν ή υπεκφύγωσι τας ερεύνας των άνθρωποι ύποπτοι.
(2) Εάν κατά την ενέργειαν των ανωτέρω ή άλλων ανακριτικών πράξεων διαταράττη τις καθ’ οιονδήποτε τρόπον την ησυχίαν και την ευταξίαν ή εναντιώται εις τα διαταχθέντα μέτρα, διατάσσεται η απομάκρυνσις αυτού.
127. Σωματική έρευνα ενεργείται τηρουμένων των διατάξεων του υφισταμένου δικαίου όταν κρίνεται αναγκαίον ένεκα σπουδαίων λόγων, διά την ανακάλυψιν της αληθείας και κατά τρόπον μη θίγοντα, κατά το εφικτόν, την αιδώ του προσώπου.
128.-(1) Εάν ο κληθείς κατηγορούμενος δε εμφανισθή εξ απειθείας ή είναι απών και ο ανακριτής φρονεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής κατ’ αυτού επί τη κατηγορουμένη πράξει, αιτείται την έκδοσιν εντάλματος συλλήψεως.
(2) Το ένταλμα συλλήψεως κοινοποιείται εις τον συλλαμβανόμενον κατά την ώραν της συλλήψεως προς ον γνωστοποιούνται και οι λόγοι της συλλήψεως του.
129.-(1) Στρατιωτικός διαπράττων οιονδήποτε επ’ αυτοφώρω αδίκημα συλλαμβάνεται υπό οιουδήποτε παρόντος στρατιωτικού ανωτέρου βαθμού ή στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε στρατιωτικά αστυνομικά καθήκοντα ή οιουδήποτε αστυνομικού συμφώνως προς το άρθρον 14 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή ατόμου συμφώνως προς το άρθρον 15 του αυτού νόμου.
(2) Εις οιανδήποτε άλλην περίπτωσιν η σύλληψις στρατιωτικού ενεργείται εις εκτέλεσιν του παρ’ οιουδήποτε δικαστηρίου εκδιδομένου σχετικού εντάλματος κατόπιν εντολής του Διοικητού είτε υπό στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε την εκτέλεσιν τοιούτου εντάλματος είτε υπό μέλους της Αστυνομίας της Δημοκρατίας εξουσιοδοτημένου προς τούτο υπό του Αρχηγού της Αστυνομίας.
- 40/1964
- 70/1964
130.-(1) Σύλληψις δεν δύναται να εκτελεσθή επί πειθαρχική ποινή κατά των επιτετραμμένων την εκτέλεσιν-
(α) εντός οικοδομήματος προωρισμένου εις την θείαν λατρείαν διαρκούσης της ιερουργίας~
(β) εν καιρώ νυκτός εις ιδιωτικήν οικίαν άνευ της συγκαταθέσεως του ενοίκου.
(2) Δεν είναι επιτρεπτή η άσκησις βίας άνευ ανάγκης, επιβάλλεται δε η δέσμευσις του συλλαμβανομένου εάν ούτος απειθή ή είναι ύποπτος φυγής.
131.-(1) Μετά την υπό του ανακριτού απαγγελίαν της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου ο ανακριτής, εφ’ όσον υπάρχουσιν ενδείξεις ενοχής κατ’ αυτού δύναται να αιτήσηται αρμοδίως την έκδοσιν εντάλματος προφυλακίσεως επί τη επιδείξει του οποίου ο δεσμοφύλαξ δέχεται αυτόν ή να αφήση προσωρινώς ελεύθερον τον συλληφθέντα, εάν ούτος δεν είναι αποδεδειγμένως ύποπτος φυγής ή υπότροπος, ή καθ’ έξιν, ή εξ επαγγέλματος εγκληματίας, ή εάν δεν υπάρχη βάσιμος υπόνοια ότι απολυόμενος θέλει δυσχεράνει την ανάκρισιν ή εξαλείψει τα ίχνη της κολασίμου πράξεως.
(2) Τούτο διαλαμβάνει μεν όσα και το ένταλμα συλλήψεως αλλά με μεγαλυτέραν ακρίβειαν περιγράφεται το διωκόμενον αδίκημα και η εφαρμοστέα ποινική διάταξις.
132. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνη την δίωξιν κατά πάντων των συμμετασχόντων εις την πράξιν, εάν δε τινες τούτων δεν υπάγονται εις την αρμοδιότητα του στρατιωτικού δικαστηρίου, ανακοινοί τούτο εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις διαβιβάζει την υπόθεσιν εις την αρμοδίαν δικαστικήν αρχήν.
133. Εάν, εν τη ερεύνη υποθέσεως τινός, προκύψωσιν ενδείξεις τελέσεως και ετέρου αδικήματος, εκτός εκείνου, εφ’ ω διετάχθη ανάκρισις, ο ενεργών την ανάκρισιν υποχρεούται όπως ανακοινώση τούτο εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ίνα ενεργήση τα καθ’ εαυτόν.
134. Οι μάρτυρες καλούνται και εξετάζονται πάντοτε κατά τας διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
135. Κατά πάσης υπό του στρατιωτικού δικαστηρίου εκδιδομένης αποφάσεως επιτρέπονται πάντα τα υπό του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 προβλεπόμενα μέσα κατ’ αποφάσεως πρωτοδίκων δικαστηρίων.
- 40/1964
- 70/1964
136.-(1) Το εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθέν ένδικον μέσον αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως εάν δι’ αυτού επεβλήθησαν αι ποιναί, της καθαιρέσεως, της εκπτώσεως ή οιαδήποτε άλλη συνεπαγομένη στέρησιν βαθμού, αλλά μόνον ως προς αυτάς.
(2) Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν προκειμένου περί αποφάσεως επιβαλλούσης ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαινούσης το εν έτος, δύναται το στρατιωτικόν δικαστήριον αιτήσει του καταδικασθέντος να διακόπτη την εκτέλεσιν της ποινής της επιβληθείσης υπό της διά της ασκήσεως του ενδίκου μέσου προσβαλλομένης αποφάσεως.
(3) Το κατά της αθωωτικής αποφάσεως ένδικον μέσον δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
137. Της εκτελέσεως της αποφάσεως επιμελείται αυτεπαγγέλτως ο πρόεδρος του εκδόσαντος αυτήν στρατιωτικού δικαστηρίου, όστις, διαβιβάζει αντίγραφον της αποφάσεως μετά σχετικής παραγγελίας, εις τον Διοικητήν, ούτος δε διατάσσει την υπό ασφαλή συνοδείαν παράδοσιν του καταδικασθέντος εις την φυλακήν συντασσομένης εκθέσεως υπό του διευθυντού ή υποδιευθυντού της φυλακής, υπογραφομένης παρ’ αυτού και συναπτομένης εις τον φάκελλον της δικογραφίας.