13. Ο στρατιωτικός, όστις εν καιρώ πολέμου ή ενόπλου στάσεως ή καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης-
(α) φέρει όπλα κατά της Δημοκρατίας·
(β) αναλαμβάνει εκουσίως οιανδήποτε στρατιωτικήν υπηρεσίαν παρά τω εχθρώ·
(γ) παραδίδει εις τον εχθρόν ή εις άλλον προς το συμφέρον του εχθρού είτε το υπ’ αυτού διοικούμενον σώμα, είτε το εις αυτόν εμπιστευθέν οχυρόν ή άλλην στρατιωτικήν θέσιν ή πόλιν, είτε όπλα ή πολεμικά μέσα οιαδήποτε ή πολεμοφόδια ή προμηθείας του στρατού εις τρόφιμα και υλικά παντός είδους ή χρήματα·
(δ) συνεννοείται μετά του εχθρού επί σκοπώ να βοηθήση τας επιχειρήσεις αυτού·
(ε) ενεργεί εν γνώσει κατά τρόπον δυνάμενον να ωφελήση τας στρατιωτικάς επιχειρήσεις του εχθρού ή να βλάψη τας επιχειρήσεις του στρατού·
(στ) προκαλεί ή μετέχει εις συνεννόησιν σκοπούσαν να αναγκάση τον φρούραρχον πολιορκουμένης θέσεως, ίνα παραδοθή ή συνθηκολογήση·
(ζ) προκαλεί εις φυγήν τον στρατόν ενώπιον του εχθρού ή παρακωλύει την ανασύνταξιν αυτού ή προσπαθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπον να εμβάλη φόβον εις αυτόν·
(η) επιχειρεί τι δυνάμενον να θέση εν κινδύνω την ζωήν, την σωματικήν ακεραιότητα ή την προσωπικήν ελευθερίαν του Διοικητού,
είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.
14. Στρατιωτικός διοικητής ή φρούραρχος, όστις εσυνθηκολόγησε με τον εχθρόν και παρέδωσε την εις αυτόν εμπιστευθείσαν θέσιν χωρίς να εξαντλήση όλα τα προς άμυναν δυνατά μέσα και χωρίς να εκπληρώση τας εις αυτόν επιβαλλομένας υπό του στρατιωτικού καθήκοντος και της τιμής υποχρεώσεις, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.
15. Διοικητής ενόπλου στρατιωτικού τμήματος, όστις εις ανοικτόν τόπον συνθηκολογήσει, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται-
(α) με ισόβια φυλάκιση, εάν ως εκ της συνθηκολογήσεως καταθέση τα όπλα το στράτευμα του, ή εάν, πριν ή διαπραγματευθή προφορικώς ή εγγράφως, δεν εξεπλήρωσε τας εις αυτόν επιβαλλομένας υπό του στρατιωτικού καθήκοντος και της τιμής υποχρεώσεις·
(β) με έκπτωσιν εις πάσαν περίπτωσιν, καθ’ ην αποδειχθή οιαδήποτε ετέρα παράλειψις εκ μέρους του, είτε προ της συνθηκολογήσεως, είτε κατ’ αυτήν.
16. Στρατιωτικός, όστις εν εδάφει της Δημοκρατίας, ευρεθησομένω εν καιρώ πολέμου υπό εχθρικήν επιδρομήν ή κατάληψιν, ευνοεί τας επί του εδάφους τούτου πολιτικάς βλέψεις του εχθρού ή εν γνώσει ενεργεί κατά τρόπον δυνάμενον να μειώση την πίστιν των πολιτών της Δημοκρατίας, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα δεκατέσσαρα έτη.
17. Στρατιωτικός αιχμάλωτος, πολίτης της Δημοκρατίας, όστις επιτυγχάνει την απελευθέρωσιν του επί τω διδομένω λόγω τιμής ότι δεν θέλει μετάσχει του λοιπού των εχθροπραξιών, είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με φυλάκισιν μη υπερβαίνουσαν τα πέντε έτη.
18.-(1) Στρατιωτικός, όστις εν καιρώ πολέμου, ενόπλου στάσεως, καταστάσεως εκτάκτου ανάγκης ή επιστρατεύσεως, καταστρέφει, βλάπτει ή αχρηστεύει-
(α) οδούς, σιδηροδρομικάς, τηλεγραφικάς ή τηλεφωνικάς συγκοινωνίας, εγκαταστάσεις, υλικά κατασκευής ή επισκευής αυτών, ή υπό του στρατού χρησιμοποιούμενα μεταφορικά μέσα οιαδήποτε~
(β) κτίρια, έργα, αποθήκας, εργοστάσια ή τεχνικάς εγκαταστάσεις, ανήκοντα εις τον στρατόν ή χρησιμοποιούμενα υπ’ αυτού ή προωρισμένα προς χρήσιν αυτού~
(γ) όπλα, πυρομαχικά ή έτερα πολεμικά υλικά, μηχανήματα ή συσκευασίας, προμηθείας του στρατού εις υλικόν στρατοπεδεύσεως ή εξαρτύσεως ή ιματισμού ή εις τρόφιμα,
είναι ένοχος κακουργήματος και τιμωρείται με ισόβια φυλάκιση.
- 40/1964
- 238/1990