118.-(1) Σκοπός της στρατιωτικής ανακρίσεως είναι η συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, ίνα βεβαιωθή η τέλεσις αδικήματος και αποφασισθή εάν πρέπει να εισαχθή τις εις δίκην επί τούτω.
(2) Κατά ταύτην ενεργείται παν ό,τι δύναται να συντείνη προς ανακάλυψιν της αληθείας, εξετάζεται δε και βεβαιούται εξ επαγγέλματος, όχι μόνον η ενοχή, αλλά και η αθωότης του υπό κατηγορίαν προσώπου, ως και παν στοιχείον αφορών εις την προσωπικότητα αυτού δυνάμενον να επηρεάση την επιμέτρησιν της τυχόν επιβληθησομένης ποινής.
119.(1) Η ανάκριση, που ενεργείται δυνάμει του παρόντος Νόμου, τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και διεξάγεται, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν διαταγής του προσώπου που έχει δικαίωμα προς τούτο, όπως καθορίζεται στα εδάφια (2), (3) και (4).
(2) Δικαίωμα διεξαγωγής ανάκρισης έχουν─
(α) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Υπουργού Άμυνας, ο Διοικητής·
(β) αυτεπάγγελτα, ή μετά από οδηγίες του Διοικητή, οι διοικητές Μεραρχιών, Ταξιαρχιών, Συνταγμάτων και Τακτικών Διοικήσεων, οι φρούραρχοι, οι στρατοπεδάρχες, οι διοικητές μονάδων, οι διοικητές ανεξάρτητων υπομονάδων και οι διευθυντές στρατιωτικών υπηρεσιών και καταστημάτων·
(γ) τα πρόσωπα που εξουσιοδοτούνται ως ανακριτές δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού.
(3) Ο Διοικητής, όταν αποφασίζει τη διεξαγωγή ανάκρισης δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2), δύναται να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ' οποιονδήποτε αξιωματικό που θεωρεί κατάλληλο για το σκοπό αυτό.
(4) Καθένας από τους αναφερόμενους στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) δύναται, είτε να διεξάγει την ανάκριση ο ίδιος, είτε να αναθέτει τη διεξαγωγή της σ’ οποιονδήποτε αξιωματικό που τελεί υπό τις διαταγές του.
(5) Κάθε ανακριτής, κατά τη διεξαγωγή της ανάκρισης, εφαρμόζει όλες τις σχετικές με το θέμα διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
- 40/1964
- 70/1964
- 105(I)/2011
120.-(1) Οι αξιωματικοί που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, δικαιούνται να αιτήσωνται παρά του δικαστηρίου την σύλληψιν και προφυλάκισιν του υπό κατηγορίαν προσώπου. Εν τη περιπτώσει ταύτη ο ενεργών την σύλληψιν και προφυλάκισιν οφείλει όπως εντός είκοσι τεσσάρων ωρών υποβάλη συνοπτικήν έκθεσιν ενώπιον του προέδρου του στρατιωτικού δικαστηρίου διά την έκδοσιν του σχετικού εντάλματος προφυλακίσεως.
(2) Η προφυλάκισις διατάσσεται εκάστοτε διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας.
(3) Διαρκούσης της προφυλακίσεως δύναται ο υπό προφυλάκισιν τελών να αιτήσηται την προσωρινήν διακοπήν της προφυλακίσεως του ότε η σχετική αίτησις εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου διά του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας.
(4) Η ανάκρισις εν περιπτώσει προφυλακίσεως του κατηγορουμένου, περατούται εντός είκοσι ημερών και η δικογραφία υποβάλλεται ιεραρχικώς εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας διά την περαιτέρω ενέργειαν.
- 40/1964
- 70/1964
- 105(I)/2011
121.-(1) Τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, επιχειρούσιν έκαστος, εντός της αρμοδιότητος του και άνευ αναβολής, πάσας τας αναγκαίας προς βεβαίωσιν του αδικήματος και των υπαιτίων ανακριτικάς πράξεις κατά τας σχετικάς διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
(2) Προκειμένου περί προφυλακισμένου προσώπου ο ενεργών την ανάκρισιν αξιωματικός υποχρεούται να εξετάση αυτόν εντός τεσσαράκοντα οκτώ ωρών από της λήψεως της εντολής.
122.-(1) Εάν προς βεβαίωσιν αδικήματος ή προς σύλληψιν τινος υπαγομένου εις την στρατιωτικήν δικαιοδοσίαν πρόκειται, εκτός της περιπτώσεως της επ’ αυτοφώρω πράξεως να εισέλθη στρατιωτική αρχή εις τι κατάστημα πολιτικής υπηρεσίας απευθύνει αύτη τας προς τον σκοπόν τούτον αιτήσεις της προς την αρμοδίαν πολιτικήν αρχήν, ήτις οφείλει να παραδεχθή αυτάς και εν περιπτώσει αρνήσεως ή συγκρούσεως δικαιοδοσίας, να εξασφαλίση την σύλληψιν του καταζητουμένου.
(2) Αιτήσεις άλλων δικαστικών αρχών περί ερεύνης εν στρατιωτικώ καταστήματι οφείλει να παραδεχθή η στρατιωτική αρχή και εν περιπτώσει συγκρούσεως δικαιοδοσίας να εξασφαλίση την σύλληψιν του καταζητουμένου.
123.-(1) Οι επί της ανακρίσεως στρατιωτικοί δύνανται να ενεργώσι κατ’ οίκον ερεύνας συμμορφούμενοι προς τας σχετικάς διατάξεις του υφισταμένου δικαίου.
(2) Κατ’ αυτήν δέον να αποφεύγηται επιμελώς πάσα περιττή δημοσιότης και ενόχλησις των ενοίκων προς δε να καταβάλληται μέριμνα διά την υπόληψιν αυτών και την διαφύλαξιν ατομικών μυστικών μη εχόντων σχέσιν με την κατηγορουμένην πράξιν, πάσα δε ενέργεια γενικώς να διέπηται υπό των κανόνων της ευπρεπείας και κοσμιότητος. Απαραίτητος τυγχάνει ή παρουσία του ενοίκου ή τινος των γειτόνων.
124.(1) Ο φάκελος της ανάκρισης, μαζί με το πόρισμα και όλα τα σχετικά έγγραφα στοιχεία, υποβάλλονται μέσω των προϊσταμένων αρχών, χωρίς αναβολή, στο Διοικητή, ο οποίος–
(α) εάν υπάρχει μαρτυρία για πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, διαβιβάζει το φάκελο της ανάκρισης στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για να αποφασίσει κατά πόσο θα ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του εν λόγω προσώπου· ή
(β) εάν δεν υπάρχει μαρτυρία για πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο, θέτει το φάκελο της ανάκρισης στο αρχείο.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1) και οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού, ο Διοικητής, σε περίπτωση που κρίνει ότι από τα στοιχεία του φακέλου της ανάκρισης προκύπτει η διάπραξη πειθαρχικού παραπτώματος από οποιοδήποτε στρατιωτικό, δύναται–
(α) αφού προηγουμένως δώσει σ’ αυτόν τη δυνατότητα να ακουσθεί, να του επιβάλει την αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, πειθαρχική ποινή, εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, που καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται. ή
(β) εάν κρίνει ότι η δικαιοδοσία του δεν είναι επαρκής για το πειθαρχικό παράπτωμα που διαπράχθηκε, να δώσει οδηγίες για διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του εν λόγω στρατιωτικού, όπως καθορίζεται στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς του Στρατού της Δημοκρατίας του 1962 μέχρι 1981 ή, ανάλογα με την περίπτωση, στους Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς του 1964 μέχρι 1979, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
125. Εάν ο ανακριτής σύνοιδεν εαυτώ αιτίαν τινά εξαιρέσεως, οφείλει να αναφέρη τους περί ταύτης λόγους εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις μετά τούτο αναθέτει την ενέργειαν της ανακρίσεως εις έτερον ανακριτήν.
126.-(1) Κατά την ενέργειαν αυτοψίας, ερεύνης και κατασχέσεως τα πρόσωπα που διεξάγουν ανάκριση δυνάμει του άρθρου 119, έχουσι δικαίωμα να κλείωσιν ολοκλήρους κατοικίας ή μέρος αυτών, να επιθέτωσι σφραγίδας, να διορίζωσι φύλακας και εν γένει να λαμβάνωσι πάντα τα πρόσφορα μέτρα, ώστε να μη εξαφανισθώσιν αντικείμενα χρήσιμα εις την ανάκρισιν, μηδέ να απομακρυνθώσιν ή υπεκφύγωσι τας ερεύνας των άνθρωποι ύποπτοι.
(2) Εάν κατά την ενέργειαν των ανωτέρω ή άλλων ανακριτικών πράξεων διαταράττη τις καθ’ οιονδήποτε τρόπον την ησυχίαν και την ευταξίαν ή εναντιώται εις τα διαταχθέντα μέτρα, διατάσσεται η απομάκρυνσις αυτού.
127. Σωματική έρευνα ενεργείται τηρουμένων των διατάξεων του υφισταμένου δικαίου όταν κρίνεται αναγκαίον ένεκα σπουδαίων λόγων, διά την ανακάλυψιν της αληθείας και κατά τρόπον μη θίγοντα, κατά το εφικτόν, την αιδώ του προσώπου.
128.-(1) Εάν ο κληθείς κατηγορούμενος δε εμφανισθή εξ απειθείας ή είναι απών και ο ανακριτής φρονεί ότι υπάρχουν ενδείξεις ενοχής κατ’ αυτού επί τη κατηγορουμένη πράξει, αιτείται την έκδοσιν εντάλματος συλλήψεως.
(2) Το ένταλμα συλλήψεως κοινοποιείται εις τον συλλαμβανόμενον κατά την ώραν της συλλήψεως προς ον γνωστοποιούνται και οι λόγοι της συλλήψεως του.
129.-(1) Στρατιωτικός διαπράττων οιονδήποτε επ’ αυτοφώρω αδίκημα συλλαμβάνεται υπό οιουδήποτε παρόντος στρατιωτικού ανωτέρου βαθμού ή στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε στρατιωτικά αστυνομικά καθήκοντα ή οιουδήποτε αστυνομικού συμφώνως προς το άρθρον 14 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ή ατόμου συμφώνως προς το άρθρον 15 του αυτού νόμου.
(2) Εις οιανδήποτε άλλην περίπτωσιν η σύλληψις στρατιωτικού ενεργείται εις εκτέλεσιν του παρ’ οιουδήποτε δικαστηρίου εκδιδομένου σχετικού εντάλματος κατόπιν εντολής του Διοικητού είτε υπό στρατιωτικού εις ον ο Διοικητής ανέθεσε την εκτέλεσιν τοιούτου εντάλματος είτε υπό μέλους της Αστυνομίας της Δημοκρατίας εξουσιοδοτημένου προς τούτο υπό του Αρχηγού της Αστυνομίας.
- 40/1964
- 70/1964
130.-(1) Σύλληψις δεν δύναται να εκτελεσθή επί πειθαρχική ποινή κατά των επιτετραμμένων την εκτέλεσιν-
(α) εντός οικοδομήματος προωρισμένου εις την θείαν λατρείαν διαρκούσης της ιερουργίας~
(β) εν καιρώ νυκτός εις ιδιωτικήν οικίαν άνευ της συγκαταθέσεως του ενοίκου.
(2) Δεν είναι επιτρεπτή η άσκησις βίας άνευ ανάγκης, επιβάλλεται δε η δέσμευσις του συλλαμβανομένου εάν ούτος απειθή ή είναι ύποπτος φυγής.
131.-(1) Μετά την υπό του ανακριτού απαγγελίαν της κατηγορίας κατά του κατηγορουμένου ο ανακριτής, εφ’ όσον υπάρχουσιν ενδείξεις ενοχής κατ’ αυτού δύναται να αιτήσηται αρμοδίως την έκδοσιν εντάλματος προφυλακίσεως επί τη επιδείξει του οποίου ο δεσμοφύλαξ δέχεται αυτόν ή να αφήση προσωρινώς ελεύθερον τον συλληφθέντα, εάν ούτος δεν είναι αποδεδειγμένως ύποπτος φυγής ή υπότροπος, ή καθ’ έξιν, ή εξ επαγγέλματος εγκληματίας, ή εάν δεν υπάρχη βάσιμος υπόνοια ότι απολυόμενος θέλει δυσχεράνει την ανάκρισιν ή εξαλείψει τα ίχνη της κολασίμου πράξεως.
(2) Τούτο διαλαμβάνει μεν όσα και το ένταλμα συλλήψεως αλλά με μεγαλυτέραν ακρίβειαν περιγράφεται το διωκόμενον αδίκημα και η εφαρμοστέα ποινική διάταξις.
132. Ο ανακριτής έχει το δικαίωμα και οφείλει να επεκτείνη την δίωξιν κατά πάντων των συμμετασχόντων εις την πράξιν, εάν δε τινες τούτων δεν υπάγονται εις την αρμοδιότητα του στρατιωτικού δικαστηρίου, ανακοινοί τούτο εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας όστις διαβιβάζει την υπόθεσιν εις την αρμοδίαν δικαστικήν αρχήν.
133. Εάν, εν τη ερεύνη υποθέσεως τινός, προκύψωσιν ενδείξεις τελέσεως και ετέρου αδικήματος, εκτός εκείνου, εφ’ ω διετάχθη ανάκρισις, ο ενεργών την ανάκρισιν υποχρεούται όπως ανακοινώση τούτο εις τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ίνα ενεργήση τα καθ’ εαυτόν.
134. Οι μάρτυρες καλούνται και εξετάζονται πάντοτε κατά τας διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
135. Κατά πάσης υπό του στρατιωτικού δικαστηρίου εκδιδομένης αποφάσεως επιτρέπονται πάντα τα υπό του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960 προβλεπόμενα μέσα κατ’ αποφάσεως πρωτοδίκων δικαστηρίων.
- 40/1964
- 70/1964
136.-(1) Το εμπροθέσμως και προσηκόντως ασκηθέν ένδικον μέσον αναστέλλει την εκτέλεσιν της αποφάσεως εάν δι’ αυτού επεβλήθησαν αι ποιναί, της καθαιρέσεως, της εκπτώσεως ή οιαδήποτε άλλη συνεπαγομένη στέρησιν βαθμού, αλλά μόνον ως προς αυτάς.
(2) Εις πάσαν άλλην περίπτωσιν προκειμένου περί αποφάσεως επιβαλλούσης ποινήν φυλακίσεως μη υπερβαινούσης το εν έτος, δύναται το στρατιωτικόν δικαστήριον αιτήσει του καταδικασθέντος να διακόπτη την εκτέλεσιν της ποινής της επιβληθείσης υπό της διά της ασκήσεως του ενδίκου μέσου προσβαλλομένης αποφάσεως.
(3) Το κατά της αθωωτικής αποφάσεως ένδικον μέσον δεν έχει ανασταλτικήν δύναμιν.
137. Της εκτελέσεως της αποφάσεως επιμελείται αυτεπαγγέλτως ο πρόεδρος του εκδόσαντος αυτήν στρατιωτικού δικαστηρίου, όστις, διαβιβάζει αντίγραφον της αποφάσεως μετά σχετικής παραγγελίας, εις τον Διοικητήν, ούτος δε διατάσσει την υπό ασφαλή συνοδείαν παράδοσιν του καταδικασθέντος εις την φυλακήν συντασσομένης εκθέσεως υπό του διευθυντού ή υποδιευθυντού της φυλακής, υπογραφομένης παρ’ αυτού και συναπτομένης εις τον φάκελλον της δικογραφίας.