162.-(1) Οσάκις οιαδήποτε εμπορεύματα-
(α) εισαχθέντα αλλά μη εισέτι τελωνισθέντα, δι' ον σκοπόν εδηλώθη εν τη κατατεθείση διασαφήσει εισαγωγής· ή
(β)τελούντα εν αποταμιεύσει, παύσωσι, λόγω της καταστάσεως αυτών, να αξίζωσιν τον αναλογούντα αυτοίς πλήρη δασμόν ή φόρον και υποστώσι μετουσίωσιν, καθ' ον τρόπον ο Διευθυντής θέλει καθορίσει και υφ' ους όρους ούτος κατά το δοκούν θέλει επιβάλει, ο Διευθυντής δύναται να μειώση ή επιστρέψη εν όλω ή εν μέρει τον επ' αυτών επιβλητέον ή καταβληθέντα δασμόν ή φόρον ή να παραιτηθή πάσης αξιώσεως προς επαναπληρωμήν εν όλω ή εν μέρει οιουδήποτε δασμού ή φόρου επιστραφέντος επί τη αποταμιεύσει τούτων, άμα τη παραδόσει των εμπορευμάτων, δι' ην χρήσιν ο Διευθυντής ήθελεν εκάστοτε καθορίσει:
Νοείται ότι το παρόν εδάφιον δεν τυγχάνει εφαρμογής επί οινοπνευματωδών.
(2) Οσάκις, είτε δυνάμει του προηγουμένου εδαφίου είτε άλλως πως, εμπορεύματα υποκείμενα εις δασμόν ή φόρον δίδονται προς εσωτερικήν κατανάλωσιν, υποστάντα μετουσίωσιν διά μίξεως αυτών μεθ' ετέρας τινός ουσίας, πας όστις διαχωρίζει τα εμπορεύματα εκ της τοιαύτης ουσίας είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων ή τας £1500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών ή εις φυλάκισιν μέχρι δύο ετών ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης, τα δε εμπορεύματα υπόκεινται εις δήμευσιν.
163.-(1) Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή ότι εμπορεύματα υποκείμενα εις τινα δασμόν ή φόρον απωλέσθησαν ή κατεστράφησαν εξ αφεύκτου τινός αιτίας-
(α)μετά την εισαγωγήν των, αλλά πριν ή ταύτα τελωνισθώσιν, δι' ον σκοπόν εδηλώθη εν τη κατατεθείση διασαφήσει εισαγωγής· ή
(β) εν τη περιπτώσει εμπορευμάτων υποκειμένων εις τινα φόρων καταναλώσεως επί τη κατασκευή ή παραγωγή των ή επί τη μεταφορά αυτών εκ του τόπου της κατασκευής ή παραγωγής, καθ' οιονδήποτε χρόνον προ της μεταφοράς των εκ του τόπου τούτου· ή
(γ) εν όσω είναι αποταμιευμένα εν τινι δημοσία ή ιδιωτική αποθήκη· ή
(δ) καθ' οιονδήποτε χρόνον, εν όσω ο δασμός ή φόρος παραμένει εισέτι νομίμως απλήρωτος, εκτός οσάκις η πληρωμή του δασμού ή φόρου κατέστη μεν απαιτητή παρεσχέθη όμως υπό του Διευθυντού παράτασις του χρόνου πληρωμής· ή
(ε) καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά την επιστροφήν του επ' αυτών καταβληθέντος δασμού ή φόρου,
ο Διευθυντής απαλλάττει τα εμπορεύματα του φόρου ή δασμού ή επιστρέφει τον καταβληθέντα δασμόν ή φόρον ή παραιτείται πάσης αξιώσεως προς επαναπληρωμήν οιουδήποτε δασμού ή φόρου επιστραφέντος επί τη αποταμιεύσει τούτων.
(2) Ο Διευθυντής δύναται, τη αιτήσει του κυρίου των ειρημένων εμπορευμάτων και υπό την προϋπόθεσιν τηρήσεως των υπό του Διευθυντού κατά το δοκούν επιβληθέντων όρων, να επιτρέψη την καταστροφήν και να παραιτηθή πάσης αξιώσεως προς πληρωμήν του αναλογούντος αυτοίς δασμού ή φόρου ή επαναπληρωμήν του επιστραφέντος δασμού ή φόρου-
(α)επί παντός μέρους αποταμιευμένων εμπορευμάτων, όπερ υφίσταται ζημίαν ή καθίσταται πλεόνασμα ως εκ της διενεργείας οιασδήποτε νομίμου πράξεως επί των εν λόγω αποταμιευμένων εμπορευμάτων εν τη αποθήκη, και επί παντός απορρίμματος προκύπτοντος εκ τοιούτων πράξεων· και
(β) επί εισαχθέντων εμπορευμάτων μη εισέτι τελωνισθέντων, δι' ον σκοπόν εδηλώθη εν τη κατατεθείση διασαφήσει εισαγωγής ή εφ' οιωνδήποτε αποταμιευμένων εμπορευμάτων, εφ' όσον εν εκατέρα περιπτώσει πρόκειται περί εμπορευμάτων, άτινα λόγω της καταστάσεως αυτών δεν αξίζουν πλέον πλήρη τον αναλογούντα αυτοίς δασμόν ή φόρον.
(3) Εφ' όσον αποδειχθή τω Διευθυντή, εν τη περιπτώσει οιουδήποτε ζυθοποιού, ότι ζύθος κατασκευασθείς υπ' αυτού κατεστράφη ή υπέστη φθοράν ή άλλως κατέστη ακατάλληλος προς ανάλωσιν λόγω αφεύκτου τινός συμβεβηκότος, εν όσω ευρίσκετο εν τω δεδηλωμένω αυτού οικήματι και εν τη περιπτώσει ζύθου υποστάντος φθοράν ή άλλως καταστάντος ακαταλλήλου προς ανάλωσιν, ότι ούτος κατεστράφη τη αδεία του αρμοδίου λειτουργού και τη παρουσία αυτού, ο Διευθυντής απαλλάττει ή επιστρέφει τον επιβληθέντα ή καταβληθέντα αναφορικώς προς τούτον φόρον.
164. Εάν εμπορεύματα, ων επετράπη κατά νόμον η μεταφορά δι' οιονδήποτε σκοπόν, άνευ πληρωμής του αναλογούντος αυτοίς δασμού ή φόρου, ληφθώσιν παρανόμως εξ οιουδήποτε πλοίου, αεροσκάφους ή τόπου, πριν ή επιτευχθή ο τοιούτος σκοπός, ο Διευθυντής δύναται κατά το δοκούν να προβή εις την εκτέλεσιν του παρασχεθέντος διά ταύτα εγγυητηρίου, και εάν έτι δεν παρήλθεν εισέτι ο εν τω εγγυητηρίω καθωρισμένος χρόνος προς επίτευξιν του εν λόγω σκοπού.