138.-(1) Αι άδειαι εκδίδονται εν ω τύπω και περιέχουσι τοιαύτα στοιχεία, ως ο Διευθυντής ήθελε καθορίσει, υπόκεινται δε εις τας διατάξεις παντός νομοθετήματος, αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, και χορηγούνται υπό του αρμοδίου λειτουργού τη καταβολή του νενομισμένου τέλους.
(2) Η άδεια ενασκήσεως εμπορίας τινός χορηγείται αναφορικώς προς εν μόνον κτιριακόν συγκρότημα, δυνατόν όμως να χορηγηθώσιν πλείονες της μιας αδείας εις το αυτό πρόσωπον διά την αυτήν εμπορίαν, εφ' όσον ούτος κέκτηται πλείονα του ενός κτιριακά συγκροτήματα.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων παντός νομοθετήματος αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, οσάκις ενασκείται εμπορία υπό δύο ή πλειόνων προσώπων συνεταιρικώς, εν ενί κτιριακώ συγκροτήματι, δεν απαιτείται η χορήγησις πλειόνων της μιας αδειών αναφορικώς προς το εν λόγω κτιριακόν συγκρότημα δι' έκαστον έτος αδείας.
(4) Άνευ επηρεασμού οιασδήποτε ετέρας διατάξεως περιεχομένης εν τω παρόντι Νόμω, ως προς την προσαγωγήν αδειών, πας όστις, κατέχων άδειαν ενασκήσεως οιασδήποτε εμπορίας ή κατασκευής ή πωλήσεως εμπορευμάτων, παραλείπει να προσαγάγη ταύτην προς εξέλεγξιν εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, αφ' ης κληθή προς τούτο υπό τίνος λειτουργού, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £100.
139.-(1) Οιονδήποτε τμήμα ή τοπική αρχή, ήθελεν έχει εξουσίαν χορηγήσεως αδειών, δύναται κατά το δοκούν να παράσχη ταύτην επί τη λήψει επιταγής διά το ποσόν του πληρωτέου δι' αυτών νενομισμένου τέλους.
(2) Οσάκις χορηγείται άδεια εις οιονδήποτε πρόσωπον έναντι επιταγής, ήτις μετέπειτα ήθελε διαμαρτυρηθή, η άδεια είναι άκυρος από της χορηγήσεως αυτής, και το εκδόν ταύτην τμήμα ή τοπική αρχή αποστέλλει τω προσώπω τούτω διά συστημένης επιστολής, αποστελλομένης εν τη διευθύνσει τη σημειουμένη επί της αιτήσεως του προς παροχήν αδείας, ειδοποίησιν καλούσαν τούτο όπως επιστρέψη την άδειαν εντός επτά ημερών από της ταχυδρομήσεως της ειδοποιήσεως, εάν δε παραλείψη να πράξη ούτω εντός της νενομισμένης προθεσμίας, υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
140. Οσάκις ετησία άδεια, αναφορικώς προς οιανδήποτε εμπορίαν, ανανεούται υπό του αδειούχου διά την αυτήν εμπορίαν και διά το αμέσως επόμενον έτος, εν τοιαύτη περιπτώσει, τηρουμένων των διατάξεων παντός νομοθετήματος, όπερ ήθελεν αφορά εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, η ανανεουμένη άδεια φέρει την ημερομηνίαν της αμέσως επομένης της λήξεως της προηγουμένης αδείας ημέρας:
Νοείται ότι, εν η περιπτώσει η αίτησις ανανεώσεως της αδείας ήθελεν υποβληθή μετά την ως είρηται ημερομηνίαν ή τοιαύτην μετέπειτα ημερομηνίαν ως ο Διευθυντής ήθελεν εν εκάστη περιπτώσει καθορίσει, η άδεια φέρει την ημερομηνίαν της υποβολής της προς ανανέωσιν αιτήσεως.
141 .-(1) Τηρουμένων των εν τω παρόντι Νόμω διαλαμβανομένων διατάξεων ή των διατάξεων οιουδήποτε ετέρου νομοθετήματος αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, οσάκις ο κάτοχος αδείας ενασκήσεως οιασδήποτε εμπορίας αποβιοί ή οσάκις ο κάτοχος τοιαύτης αδείας αναφορικώς προς οίκημα εν αυτή καθοριζομένω εγκαταλείπει τούτο, ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να μεταβιβάση την άδεαν, εν ω τρόπω ο Διευθυντής ήθελε καθορίσει, άνευ προσθέτου καταβολής τέλους, εις έτερον τι πρόσωπον διά τον υπόλοιπον της ισχύος της εν λόγω αδείας χρόνον.
(2) Τηρουμένων των ως άνω διατάξεων, οσάκις πρόσωπον, κατέχον άδειαν αναφορικώς προς οιονδήποτε οίκημα, μεταφέρει την άσκησιν της εμπορίας του εις έτερον οίκημα, εν ω νομίμως δύναται να ενασκήση ταύτην, ο αρμόδιος λειτουργός δύναται να επιτρέψη, εν ω τρόπω ήθελεν ο Διευθυντής καθορίσει, άνευ προσθέτου καταβολής τέλους, την ενάσκησιν της εμπορίας ταύτης εν τω ετέρω τούτω οικήματι διά τον υπόλοιπον της ισχύος της εν λόγω αδείας χρόνον.
(3) Ανεξαρτήτως οιασδήποτε των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, οσάκις δυνάμει οιουδήποτε ετέρου νομοθετήματος, αφορώντος εις την προκειμένην άδειαν ή εμπορίαν, απαιτείται διά τοιαύτην μεταβίβασιν ή μεταφοράν εμπορίας, ως η μνημονευομένη εν τω παρόντι άρθρω, η εξουσιοδότησις δικαστηρίου ή ετέρας τινός αρχής ή η προσκόμισις πιστοποιητικού τίνος, δεν επιτρέπεται η μεταβίβασις ή μεταφορά αδείας ενασκήσεως της εν λόγω εμπορίας, εκτός εάν αποδειχθή τω αρμοδίω λειτουργώ ότι παρεσχέθη η τοιαύτη εξουσιοδότησις ή εξεδόθη το τοιούτον πιστοποιητικόν.
142.-(1) Πας όστις, κατέχων άδειαν πωλήσεως οιωνδήποτε εμπορευμάτων, παραβαίνει τους όρους ταύτης ή πωλεί άλλως ή ως προβλέπεται εν τη αδεία, ή διά πράξεως ή παραλείψεως αυτού παραβαίνει οιανδήποτε διάταξιν του παρόντος ή ετέρου νόμου εφαρμοστέου επί τη αδείας, και δεν προβλέπεται ετέρα ποινή διά το εν λόγω αδίκημα, ούτος υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας £250.
(2) Εν τη περιπτώσει εμπορευμάτων, διά την πώλησιν των οποίων απαιτείται η έκδοσις αδείας, πας όστις αγρεύει ή λαμβάνει παραγγελίας διά τοιαύτα εμπορεύματα άλλως ή δυνάμει αδείας εκδοθείσης διά την πώλησιν τούτων και αφορώσης εις το οίκημα, εν ω αγρεύεται ή λαμβάνεται η παραγγελία, υπόκειται εις την αυτήν ποινήν ως και ο πωλών τοιαύτα εμπορεύματα άνευ αδείας:
Νοείται ότι το παρόν εδάφιον δεν τυγχάνει εφαρμογής-
(α) αναφορικώς προς την πώλησιν εμπορευμάτων αποταμιευμένων εν τινι αποθήκη, δι' α δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου δεν απαιτείται άδεια· ή
(β) επί παντός καλής πίστεως περιοδεύοντος αντιπροσώπου όστις λαμβάνει παραγγελίας διά εμπορεύματα, δι' άτινα ο εργοδότης αυτού κέκτηται νόμιμον άδειαν πωλήσεως των.
143.-(1) Πας λειτουργός δύναται να σταματήση οιονδήποτε πρόσωπον μεταφέρον ή, όπερ ως ούτος δεδικαιολογημένως πιστεύει μεταφέρει εμπορεύματα, άτινα δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων δέον να συνοδεύωνται κατά την μεταφοράν των υπό αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου και να απαίτηση την προσαγωγήν του εξουσιοδοτούντος την μεταφοράν εγγράφου, και να αναγράψη επ' αυτού τον τόπον και χρόνον της διενεργηθείσης εξελέγξεως.
144.-(1) Οσάκις, δυνάμει των περί Τελωνείων ή Φόρων Καταναλώσεως Νόμων απαιτείται άδεια, πιστοποιητικόν ή έτερον καθωρισμένον έγγραφον διά την μεταφοράν οιωνδήποτε εμπορευμάτων, εν τοιαύτη περιπτώσει πας όστις-
(α) αποστέλλει, μεταφέρει ή λαμβάνει εν τη κατοχή του ή προκαλεί την αποστολήν, μεταφοράν, ή την παραλαβήν τοιούτων εμπορευμάτων, μη συνοδευομένων υπό της κατά νόμον απαιτουμένης αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου εγγράφου ή πράττει ούτω κατά παράβασιν των όρων της συνοδευούσης ταύτα αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου· ή
(β) εφ' όσον ήθελεν εκδοθή άδεια, πιστοποιητικόν ή έτερον καθωρισμένον έγγραφον μη χρησιμοποιηθέν υπ' αυτού, δεν μεριμνά διά την ακύρωσιν και επιστροφήν αυτού· ή
(γ) ζητεί, λαμβάνει ή ποιείται χρήσιν ή προκαλεί ή επιτρέπει όπως ζητηθή, ληφθή ή χρησιμοποιηθή άδεια ή πιστοποιητικόν δι' οιονδήποτε σκοπόν κατά παράβασιν των όρων αυτού· ή
(δ) καθ' οιονδήποτε τρόπον ποιείται χρήσιν ή προκαλεί ή επιτρέπει την χρήσιν οιασδήποτε αδείας ή πιστοποιητικού ή του εντύπου οιουδήποτε πιστοποιητικού συμπεπληρωμένου ή μη, κατά τρόπον δυνάμενον να ματαιώση ή αποτρέψη την λήψιν ή εξέλεγξιν οιωνδήποτε λογαριασμών ή την διενέργειαν ελέγχου υπό τίνος λειτουργού· ή
(ε) προσκομίζει ή προκαλεί ή επιτρέπει την προσκόμισιν οιασδήποτε αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου εις λειτουργόν, ως παραληφθέντος μετά εμπορευμάτων ετέρων ή εκείνων, εις α τούτο αφορά,
υπόκειται, επιπροσθέτως οιασδήποτε ετέρας ποινής, εις ην ούτος δυνατόν να υπόκειται, εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν την εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων, αναφορικώς προς άτινα διαπράττεται το αδίκημα ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών.
(2) Εμπορεύματα χρήζοντα ως εν τοις ανωτέρω αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου, άτινα αποστέλλονται, μεταφέρονται ή παραλαμβάνονται άνευ της κατά νόμον αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου ή συνοδευόμενα υπό ηλλοιωμένης ή αναληθούς αδείας, πιστοποιητικού ή ετέρου καθωρισμένου εγγράφου, υπόκεινται εις δήμευσιν, πας δε όστις εξευρίσκεται, έχων εν τη κατοχή του τοιαύτα εμπορεύματα, είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν της εις τριπλούν αξίαν των εμπορευμάτων ή τας £500 ή το εν εκάστη περιπτώσει μείζον των άνω ποσών.
145.-(1) Εάν εις οιανδήποτε διαδικασίαν δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου αρξαμένην, αμφισβητηθή το ακριβές του χαρακτηρισμού οιωνδήποτε οινοπνευματωδών εν αδεία, πιστοποιητικώ ή ετέρω καθωρισμένω εγγράφω- (α)το βάρος της αποδείξεως, ότι τα οινοπνευματώδη ανταποκρίνονται εις τον γενόμενον χαρακτηρισμόν, κείται επί του ισχυριζομένου ότι ταύτα τω όντι ανταποκρίνονται εις τούτον, όστις και αποδεικνύει τον ισχυρισμόν αυτού διά της μαρτυρίας δύο προσώπων, αρμοδίων να αποφανθώσιν επί τούτω δι' εξετάσεως των οινοπνευματωδών·
(β) ο χαρακτηρισμός των οινοπνευματωδών δεν λογίζεται ανακριβής εκ μόνου του γεγονότος ότι είναι δυνάμεως διαφόρου της καθοριζομένης εν τη αδεία, πιστοποιητικώ ή ετέρω καθωρισμένω εγγράφω, εφ' όσον η πραγματική δύναμις δεν είναι κατά πλέον του ενός βαθμού προυφ ανωτέρα ή κατά δύο βαθμούς προυφ κατωτέρα της ούτω καθορισθείσης.
(2) Εάν οινοπνευματοποιός Α' ή Β' κατηγορίας ή ποτοποιός, έμπορος ή λιανοπώλης οινοπνευματωδών καταδικασθή δι' αδίκημα τι, αφορών εις τα οινοπνευματώδη δυνάμει του αμέσως προηγουμένου άρθρου, ο Διευθυντής δύναται να ανακαλέση την άδειαν αυτού και να αρνηθή να τω παράσχη άδειαν εκ νέου, διαρκούντος του υπολειπομένου της ισχύος της ανακληθείσης αδείας χρόνου.