46.-(1) Τηρουμένων των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου και, εν τη περιπτώσει αρχής τινος εις την οποίαν έχουσι μεταβιβασθή αρμοδιότητες, οιασδήποτε Εντολής δοθείσης υπό του Υπουργού, οσάκις η Πολεοδομική Αρχή θεωρή ότι-
(α) οιαδήποτε ανάπτυξις ακινήτου ιδιοκτησίας εξετελέσθη άνευ της χορηγήσεως πολεοδομικής αδείας απαιτουμένης προς τούτο συμφώνως προς το Πέμπτον Μέρος ή
(β) οιοιδήποτε όροι ή περιορισμοί υπό τους οποίους είχε χορηγηθή πολεοδομική άδεια δεν ετηρήθησαν,
τότε η Πολεοδομική Αρχή δύναται, εάν θεωρή τούτο σκόπιμον προς το συμφέρον της πρεπούσης πολεοδομικής ρυθμίσεως, να επιδώση ειδοποίησιν δυνάμει του παρόντος άρθρου (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένην ως “ειδοποίησις επιβολής”).
(2) Οσάκις η Πολεοδομική Αρχή επιδίδη ειδοποίησιν επιβολής, η ειδοποίησις-
(α) επιδίδεται εις τον ιδιοκτήτην και εις τον κάτοχον της ακινήτου ιδιοκτησίας εις την οποίαν αύτη αναφέρεται0 και
(β) δύναται, εάν η Πολεοδομική Αρχή νομίζη τούτο πρέπον, να επιδοθή ωσαύτως εις οιονδήποτε έτερον πρόσωπον έχον συμφέρον εν τη ακινήτω ιδιοκτησία, το οποίον είναι συμφέρον ουσιωδώς επηρεαζόμενον, κατά την κρίσιν αυτής, υπό της ειδοποιήσεως.
(3) Η ειδοποίησις επιβολής-
(α) ορίζει την φύσιν της αναπτύξεως περί της οποίας υπάρχει ισχυρισμός ότι εξετελέσθη άνευ της χορηγήσεως πολεοδομικής αδείας ως αναφέρεται εν τη παραγράφω (α) του εδαφίου (1) ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τα σημεία ως προς τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι οιοιδήποτε όροι ή περιορισμοί ως οι εν τη παραγράφω (β) του ρηθέντος εδαφίου αναφερόμενοι δεν ετηρήθησαν0 και
(β) δύναται να απαιτήση όπως εντός τοιαύτης προθεσμίας οία ήθελεν ούτως ορισθή ληφθώσι τοιαύτα μέτρα οία απαιτούνται διά την αφαίρεσιν της άνευ αδείας διενεργηθείσης αναπτύξεως και, εις καταλλήλους περιπτώσεις, την επαναφοράν της ακινήτου ιδιοκτησίας εις ην κατάστασιν ήτο αύτη προτού ή περί ης ο ισχυρισμός άνευ αδείας διενεργηθείσα ανάπτυξις λάβη χώραν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, την εξασφάλισιν συμμορφώσεως προς τους όρους ή περιορισμούς, ειδικώτερον δε δύναται, προς τον σκοπόν τούτον, να απαιτήση την κατεδάφισιν ή μετατροπήν οιωνδήποτε οικοδομών ή έργων, τον τερματισμόν οιασδήποτε χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας ή την επί ακινήτου ιδιοκτησίας εκτέλεσιν οιωνδήποτε οικοδομικών ή άλλων εργασιών.
(4) Τηρουμένων των επομένων διατάξεων του παρόντος Μέρους, ειδοποίησις επιβολής λαμβάνει ισχύν κατά την λήξιν τοιαύτης προθεσμίας οία ήθελεν ορισθή εν τη ειδοποιήσει.
47.-(1) Πρόσωπον εις το οποίον επεδόθη ειδοποίησις επιβολής ή οιονδήποτε έτερον πρόσωπον έχον συμφέρον εν τη ακινήτω ιδιοκτησία δύναται, καθ’ οιονδήποτε χρόνον εντός της προθεσμίας η οποία ορίζεται εν τη ειδοποιήσει ως η προθεσμία κατά την λήξιν της οποίας η ειδοποίησις θα λάβη ισχύν, να υποβάλη ιεραρχικήν προσφυγήν εις τον Υπουργόν κατά της ειδοποιήσεως δι’ οιονδήποτε των ακολούθων λόγων, ήτοι-
(α) ότι εχορηγήθη πολεοδομική άδεια διά την ανάπτυξιν ταύτην
(β) ότι δεν απητείτο πολεοδομική άδεια διά την ανάπτυξιν ταύτην ή, αναλόγως της περιπτώσεως, ότι ετηρήθησαν οι όροι υπό τους οποίους εχορηγήθη πολεοδομική άδεια διά την ανάπτυξιν ταύτην
(γ) ότι το εν τη ειδοποιήσει επιβολής υπολαμβανόμενον ως ανάπτυξις δεν απετέλει ή συνεπήγετο ανάπτυξιν
(δ) ότι αι απαιτήσεις της ειδοποιήσεως επιβολής υπερβαίνουσι το αναγκαιούν διά την επαναφοράν της ακινήτου ιδιοκτησίας εις ην κατάστασιν αύτη ευρίσκετο προτού η περί ης ο λόγος ανάπτυξις λάβη χώραν ή, αναλόγως της περιπτώσεως, διά την εξασφάλισιν συμμορφώσεως προς τους όρους ή περιορισμούς εις τους οποίους αναφέρεται η ειδοποίησις επιβολής
(ε) ότι η ειδοποίησις δεν επεδόθη εις τε τον ιδιοκτήτην και τον κάτοχον της ακινήτου ιδιοκτησίας.
(2) Οιαδήποτε ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του παρόντος άρθρου υποβάλλεται εις τον Υπουργόν δι’ εγράφου ειδοποιήσεως εν τη οποία δέον να ενδείκνυνται οι ακριβείς λόγοι επί των οποίων αύτη βασίζεται.
(3) Όταν υποβληθή ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του παρόντος άρθρου, η ειδοποίησις επιβολής παραμένει άνευ ισχύος μέχρις ότου εκδοθή τελική απόφασις επ’ αυτής ή αποσυρθή η ιεραρχική προσφυγή, με εξαίρεση το μέρος της ειδοποίησης που αφορά την απαίτηση για τερματισμό οποιωνδήποτε οικοδομικών ή άλλων εργασιών.
(4) Επί τη υποβολή ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει του παρόντος άρθρου ο Υπουργός δύναται να διορθώση οιανδήποτε παρατυπίαν, ελάττωμα ή λάθος εν τη ειδοποιήσει επιβολής εάν ικανοποιηθή ότι η παρατυπία, το ελάττωμα ή το λάθος δεν είναι ουσιώδες, δύναται δε, εάν ικανοποιηθή ότι τα δικαιώματα οιουδήποτε προσώπου δικαιουμένου όπως επιδοθή εις αυτόν η ειδοποίησις δεν παραβλάπτονται σοβαρώς εκ τούτου, να επικυρώση την ειδοποίησιν παρά το γεγονός ότι αύτη δεν επεδόθη εις τε τον ιδιοκτήτην και τον κάτοχον της ακινήτου ιδιοκτησίας.
(5) Επί τη λήψει αποφάσεως επί ιεραρχικής τινος προσφυγής δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δίδει εντολάς προς εκτέλεσιν της αποφάσεως του, περιλαμβανομένων, εις περιπτώσεις καθ’ ας είναι τούτο πρέπον, εντολών προς ακύρωσιν της ειδοποιήσεως επιβολής προς όφελος του προσφεύγοντος και της εκδόσεως πολεοδομικής αδείας άνευ όρων είτε υπό όρους.
48.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, οσάκις επιδίδηται ειδοποίησις επιβολής εις πρόσωπον το οποίον κατά τον χρόνον της εις αυτόν επιδόσεως της ειδοποιήσεως ήτο ο ιδιοκτήτης της ακινήτου ιδιοκτησίας εις την οποίαν η ειδοποίησις αναφέρεται, τότε εάν οιαδήποτε μέτρα απαιτούμενα υπό της ειδοποιήσεως όπως ληφθώσιν (άλλα ή ο τερματισμός της χρήσεως της ακινήτου ιδιοκτησίας) δεν έχωσι ληφθή εντός της παρασχεθείσης προς συμμόρφωσιν προς την ειδοποίησιν προθεσμίας, το πρόσωπον τούτο είναι ένοχον αδικήματος και υπόκειται επί τη καταδίκη του εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις δύο χιλίαδες λίρες.
(2) Εάν πρόσωπον κατά του οποίου λαμβάνονται δικαστικά μέτρα δυνάμει του εδαφίου (1) είχε, κατά τινα χρόνον προ της λήξεως της παρασχεθείσης προς συμμόρφωσιν προς την ειδοποίησιν προθεσμίας, παύσει να είναι ο ιδιοκτήτης της ακινήτου ιδιοκτησίας, το πρόσωπον τούτο δικαιούται, αφού δώση εις την κατηγορίαν ουχί βραχυτέραν των τριών ημερών ειδοποίησιν περί της προθέσεως του να λάβη διάταγμα προσαγωγής ενώπιον του Δικαστηρίου εις την υπόθεσιν του προσώπου το οποίον κατέστη τότε ο ιδιοκτήτης της ακινήτου ιδιοκτησίας (εν τω παρόντι άρθρω αναφερομένου ως “ο μεταγενέστερος ιδιοκτήτης”).
(3) Εάν, αφού αποδειχθή ότι οιαδήποτε μέτρα απαιτούμενα υπό της ειδοποιήσεως επιβολής δεν ελήφθησαν εντός της παρασχεθείσης προς συμμόρφωσιν προς την ειδοποίησιν προθεσμίας, ο αρχικός κατηγορούμενος αποδείξη ότι η παράλειψις της λήψεως των μέτρων τούτων ωφείλετο, εν όλω ή εν μέρει, εις παράλειψιν του μεταγενεστέρου ιδιοκτήτου-
(α) ο μεταγενέστερος ιδιοκτήτης δύναται να καταδικασθή διά το αδίκημα και
(β) ο αρχικός κατηγορούμενος, εάν αποδείξη περαιτέρω ότι έλαβεν όλα τα εύλογα μέτρα διά να εξασφαλίση συμμόρφωσιν προς την ειδοποίησιν επιβολής, απαλλάττεται του αδικήματος.
(4) Εάν, μετά την καταδίκην προσώπου τινός δυνάμει των προηγουμένων διατάξεων του παρόντος άρθρου, το πρόσωπον τούτο δεν πράξη το ενωρίτερον πρακτικώς δυνατόν παν ό,τι εξαρτάται εξ αυτού προς εξασφάλισιν συμμορφώσεως προς την ειδοποίησιν επιβολής, είναι τούτο ένοχον περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται επί τη καταδίκη του εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις διακόσιες λίρες δι’ εκάστην ημέραν επομένην της πρώτης καταδίκης αυτού καθ’ ην οιαιδήποτε των απαιτήσεων της ειδοποιήσεως επιβολής (άλλαι ή ο τερματισμός χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας) παραμένουσιν ανεκπλήρωτοι.
(5) Οσάκις, δυνάμει ειδοποιήσεως επιβολής, απαιτήται ο τερματισμός χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας ή η συμμόρφωσις προς οιουσδήποτε όρους εν σχέσει προς χρήσιν ακινήτου ιδιοκτησίας ή εν σχέσει προς την εκτέλεσιν εργασιών επ’ αυτής, τότε εάν τις χρησιμοποιήση την ακίνητον ιδιοκτησίαν ή ενεργήση ή επιτρέψη όπως αύτη χρησιμοποιηθή, ή εκτελέση τας εν λόγω εργασίας ή ενεργήση ή επιτρέψη όπως αύται εκτελεσθώσι, κατά παράβασιν της ειδοποιήσεως, είναι ούτος ένοχος αδικήματος και υπόκειται επί τη καταδίκη του εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις δύο χιλιάδες λίρες , εάν δε η χρήσις συνεχίζεται μετά την καταδίκην, είναι ένοχος περαιτέρω αδικήματος και υπόκειται επί τη καταδίκη του εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις διακόσιες λίρες δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην συνεχίζεται ούτως η χρήσις.
(6) Οιαδήποτε αναφορά εν τω παρόντι άρθρω εις προθεσμίαν παρασχεθείσαν προς συμμόρφωσιν προς ειδοποίησιν επιβολής αποτελεί αναφοράν εις την εν τη ειδοποιήσει οριζομένην προθεσμίαν προς συμμόρφωσιν προς αυτήν ή τοιαύτην παραταθείσαν προθεσμίαν οίαν η Πολεοδομική Αρχή ήθελε παράσχει προς συμμόρφωσιν προς την ειδοποίησιν.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 47, η προθεσμία προς συμμόρφωσιν προς την ειδοποίησιν επιβολής άρχεται από της ημερομηνίας καθ’ ην η ειδοποίησις λαμβάνει ισχύν.
48(Α). (1) Σε περίπτωση παράβασης ή μη συμμόρφωσης με ειδοποίηση επιβολής που επιδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η Πολεοδομική Αρχή δύναται να επιβάλει στον παραβάτη, ανεξάρτητα αν συντρέχει ή όχι περίπτωση ποινικής ευθύνης αυτού δυνάμει του παρόντος ή άλλου Νόμου, διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, το οποίο όμως σε καμιά περίπτωση δύναται να υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες λίρες και, σε περίπτωση συνέχισης της ειρημένης παράβασης ή μη συμμόρφωσης, διοικητικό πρόστιμο μέχρι εκατό λίρες για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση ή μη συμμόρφωση μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της επιβολής του αρχικού προστίμου, ανάλογα με την βαρύτητα αυτής.
(2) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί προφορικώς ή γραπτώς.
(3) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.
(4) Ο Υπουργός ενώπιον του οποίου ασκείται η ιεραρχική προσφυγή δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση· ή
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση· ή
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση· ή
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Πολεοδομική Αρχή όταν παρέλθει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή του διοικητικού προστίμου ή σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (3), από την κοινοποίηση της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(6) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά το παρόν εδάφιο επιβαλλομένων διοικητικών προστίμων, η Πολεοδομική Αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο στην Δημοκρατία.
49. Εάν, εντός της εν τη ειδοποιήσει επιβολής οριζομένης προθεσμίας ή τοιαύτης παραταθείσης προθεσμίας οίαν η Πολεοδομική Αρχή ήθελε παράσχει, οιαδήποτε μέτρα απαιτούμενα υπό της ειδοποιήσεως όπως ληφθώσιν (άλλα ή ο τερματισμός της χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας) δεν έχωσι ληφθή, η Πολεοδομική Αρχή δύναται να εισέλθη εντός της ακινήτου ιδιοκτησίας και να λάβη τα μέτρα ταύτα, δύναται δε να ανακτήση παρά του προσώπου το οποίον ήτο τότε ο ιδιοκτήτης της ακινήτου ιδιοκτησίας οιασδήποτε δαπάνας εις τας οποίας αύτη ευλόγως υπεβλήθη προς τον σκοπόν τούτον:
Νοείται ότι η Πολεοδομική Αρχή δεν επιτρέπεται να εισέλθη-
(α) εις οιανδήποτε κατοικίαν άνευ δεόντως ητιολογημένου δικαστικού εντάλματος
(β) εις οιανδήποτε οικοδομήν, άλλην ή κατοικίαν, εάν δεν δώση εις τον κάτοχον αυτής οκτώ ημερών έγγραφον προειδοποίησιν περί της σκοπουμένης εισόδου
(γ) εις οιανδήποτε ετέραν ακίνητον ιδιοκτησίαν εάν δεν δώση εις τον κάτοχον αυτής μιας ημέρας έγγραφον προειδοποίησις περί της σκοπουμένης εισόδου,
εκτός εάν ο κάτοχος συναινή εγγράφως εις την τοιαύτην είσοδον.
50. Οιαιδήποτε δαπάναι εις τας οποίας ο ιδιοκτήτης ή ο κάτοχος οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας υπεβλήθη προς τον σκοπόν συμμορφώσεως προς οιανδήποτε ειδοποίησιν επιβολής επιδοθείσαν εν σχέσει προς οιανδήποτε ανάπτυξιν και οιαδήποτε ποσά καταβληθέντα υπό του ιδιοκτήτου οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας δυνάμει του άρθρου 49 εν σχέσει προς δαπάνας εις τας οποίας υπεβλήθη η Πολεοδομική Αρχή κατά την λήψιν μέτρων απαιτουμένων όπως ληφθώσιν υπό τοιαύτης ειδοποιήσεως θεωρούνται ως δαπάναι διενεργηθείσαι ή ποσά καταβληθέντα προς χρήσιν και τη αιτήσει του προσώπου υπό του οποίου διενεργήθη η ανάπτυξις.
51.-(1) Εάν, μετά την επίδοσιν ειδοποιήσεως τινος επιβολής, χορηγηθή πολεοδομική άδεια διά την διατήρησιν οικοδομών ή έργων επί ακινήτου ιδιοκτησίας, ή διά την συνέχισιν χρήσεως τινος ακινήτου ιδιοκτησίας, εις την οποίαν αναφέρεται η ειδοποίησις επιβολής, αύτη παύει έχουσα ισχύν καθ’ ην έκτασιν απαιτεί την λήψιν μέτρων διά την κατεδάφισιν ή μετατροπήν των εν λόγω οικοδομών ή έργων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τον τερματισμόν της εν λόγω χρήσεως.
(2) Εάν, μετά την επίδοσιν ειδοποιήσεως επιβολής, χορηγηθή πολεοδομική άδεια επιτρέπουσα την διατήρησιν οικοδομών ή έργων, ή την συνέχισιν χρήσεως τινος ακινήτου ιδιοκτησίας, άνευ συμμορφώσεως προς όρον τινά υπό τον οποίον προηγουμένη πολεοδομική άδεια εξουσιοδοτούσα την τοιαύτην ανάπτυξιν είχε χορηγηθή, η ειδοποίησις επιβολής παύει έχουσα ισχύν καθ’ ην έκτασιν απαιτεί την λήψιν μέτρων προς συμμόρφωσιν προς τον εν λόγω όρον.
(3) Αι προηγούμεναι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουσι την ευθύνην οιουδήποτε προσώπου δι’ αδίκημα εν σχέσει προς παράλειψιν συμμορφώσεως προς την ειδοποίησιν επιβολής πριν ή η σχετική διάταξις της ειδοποιήσεως επιβολής παύση έχουσα ισχύν.
52.-(1) Συμμόρφωσις προς ειδοποίησιν επιβολής, είτε εν σχέσει προς-
(α) την κατεδάφισιν ή μετατροπήν οιωνδήποτε οικοδομών ή έργων ή
(β) τον τερματισμόν της χρήσεως ακινήτου ιδιοκτησίας,
είτε εν σχέσει προς οιασδήποτε άλλας απαιτήσεις διαλαμβανομένας εν τη ειδοποιήσει επιβολής δεν ακυροί την ειδοποίησιν επιβολής.
(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), οιαδήποτε διάταξις εν ειδοποιήσει επιβολής απαιτούσα όπως η χρήσις ακινήτου ιδιοκτησίας τερματισθή ενεργεί ως απαίτησις όπως η εν λόγω χρήσις τερματισθή μονίμως καθ’ ο μέτρον αύτη παραβαίνει το Πέμπτον Μέρος, συνεπώς δε η δι’ οιονδήποτε χρόνον ανάληψις της εν λόγω χρήσεως κατόπιν του συμφώνως προς ειδοποίησιν επιβολής τερματισμού αυτής αποτελεί εν τω μέτρω τούτω παράβασιν της ειδοποιήσεως επιβολής.
(3) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), εάν διενεργηθή οιαδήποτε ανάπτυξις επί ακινήτου ιδιοκτησίας διά της αποκαταστάσεως ή επαναφοράς οικοδομών ή έργων κατεδαφισθέντων ή μετατραπέντων συμφώνως προς ειδοποίησιν επιβολής, η ειδοποίησις θεωρείται, παρά το γεγονός ότι οι όροι αυτής δεν είναι κατάλληλοι προς τον σκοπόν τούτον, ως εφαρμοζομένη εν σχέσει προς τας αποκατασταθείσας ή επαναφερθείσας οικοδομάς ή έργα ως εφηρμόζετο εν σχέσει προς τας οικοδομάς ή τα έργα προ της κατεδαφίσεως ή μετατροπής αυτών0 τηρουμένων δε των διατάξεων του εδαφίου (4), αι διατάξεις του άρθρου 49 και του άρθρου 50 συνεπώς τυγχάνουσιν εφαρμογής.
(4) Οσάκις, καθ’ οιονδήποτε χρόνον αφού ειδοποίησις επιβολής λάβη ισχύν-
(α) διενεργηθή οιαδήποτε ανάπτυξις επί ακινήτου ιδιοκτησίας διά της αποκαταστάσεως ή επαναφοράς οικοδομών ή έργων κατεδαφισθέντων ή μετατραπέντων συμφώνως προς την ειδοποίησιν0 και
(β) η Πολεοδομική Αρχή προτίθεται, δυνάμει του άρθρου 49, όπως λάβη οιαδήποτε μέτρα απαιτούμενα υπό της ειδοποιήσεως επιβολής διά την κατεδάφισιν ή μετατροπήν των οικοδομών ή έργων συνεπεία της αποκαταστάσεως ή επαναφοράς των,
η Πολεοδομική Αρχή επιδίδει, ουχί ολιγώτερον των δεκαπέντε ημερών προ της λήψεως οιωνδήποτε τοιούτων μέτρων, εις τον ιδιοκτήτην και εις τον κάτοχον της ακινήτου ιδιοκτησίας ειδοποίησιν περί της τοιαύτης προθέσεως αυτής.
(5) Πας όστις, άνευ χορηγήσεως πολεοδομικής αδείας προς τούτο, εκτελεί οιανδήποτε ανάπτυξιν επί ακινήτου ιδιοκτησίας δι’ αποκαταστάσεως ή επαναφοράς οικοδομών ή έργων κατεδαφισθέντων ή μετατραπέντων συμφώνως προς ειδοποίησιν επιβολής είναι ένοχος αδικήματος και υπόκειται επί τη καταδίκη του εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τις δύο χιλίαδες λίρες ουδείς δε είναι υπεύθυνος δυνάμει οιασδήποτε των διατάξεων των εδαφίων (1) έως (4) του άρθρου 48 διά παράλειψιν λήψεως οιωνδήποτε μέτρων απαιτουμένων όπως ληφθώσιν υπό ειδοποιήσεως τινος επιβολής και συνισταμένων εις κατεδάφισιν ή μετατροπήν των ούτως αποκατασταθέντων ή επαναφερθέντων.