14. Και τα δύο μέρη υποχρεώνονται να συνάψουν και υπογράψουν γραπτή σύμβαση η οποία θα καθορίζει τους όρους της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης και οποιουσδήποτε άλλους όρους που θα συμφωνηθούν μεταγενέστερα.
Στις περιπτώσεις συμβάσεων εμπορικής αντιπροσώπευσης που είχαν συναφθεί πριν από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου και για τις οποίες δεν υπογράφτηκε γραπτή σύμβαση θα ισχύουν και εφαρμόζονται οι πρόνοιες του παρόντος Νόμου.
15. Σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης ορισμένου χρόνου, την οποία τα δύο μέρη συνεχίζουν να εκτελούν μετά τη λήξη της, θεωρείται ότι μετατρέπεται σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης αόριστου χρόνου.
16.-(1) Όπου μια σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης συνάπτεται για αόριστη περίοδο, οποιοδήποτε μέρος μπορεί να την τερματίσει με γραπτή ειδοποίηση. Η περίοδος της ειδοποίησης θα είναι η ίδια και για τα δύο μέρη.
(2) Η προθεσμία ειδοποίησης τερματισμού είναι ένας μήνας για το πρώτο έτος της σύμβασης, δύο μήνες για το δεύτερο έτος, τρεις μήνες για το τρίτο, τέσσερις μήνες για το τέταρτο, πέντε μήνες για το πέμπτο, και έξι μήνες για το έκτο και για τα επόμενα έτη. Μικρότερες προθεσμίες για ειδοποίηση τερματισμού δεν είναι δυνατό να συμφωνηθούν από τους συμβαλλομένους.
(3) Αν τα μέρη ορίσουν μεγαλύτερες προθεσμίες ειδοποίησης τερματισμού από εκείνες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, η προθεσμία ειδοποίησης τερματισμού την οποία πρέπει να τηρήσει ο αντιπροσωπευόμενος δεν είναι δυνατό να είναι μικρότερη από εκείνην που ισχύει για τον εμπορικό αντιπρόσωπο.
(4) Εφόσον τα μέρη δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά, η λήξη της προθεσμίας ειδοποίησης τερματισμού πρέπει να συμπίπτει με το τέλος ημερολογιακού μήνα.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όταν μία σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης ορισμένου χρόνου μετατρέπεται σε σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης αόριστου χρόνου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 15. Στην περίπτωση αυτή για τον καθορισμό της προθεσμίας καταγγελίας συνυπολογίζεται και ο προηγούμενος ορισμένος χρόνος.
17. Οποιοδήποτε μέρος μπορεί να τερματίσει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης σε οποιοδήποτε χρόνο λόγω παράλειψης ενός από τα μέρη να εκτελέσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεων του ή λόγω εξαιρετικών περιστάσεων που προέκυψαν.
- 51(I)/1992
- 149(I)/2000
18.-(1) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος, μετά από τον τερματισμό της σύμβασης αντιπροσώπευσης, δικαιούται σε κατ’ αποκοπή αποζημίωση, σύμφωνα με το εδάφιο (2), ή σε αποζημιώσεις, σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου.
(2)(α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται σε κατ’ αποκοπή αποζημίωση, αν και εφόσον-
(i) Έφερε νέους πελάτες στον αντιπροσωπευόμενο ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο αντιπροσωπευόμενος διατηρεί ουσιαστικά οφέλη τα οποία προκύπουν από τις υποθέσεις με αυτούς τους πελάτες, και
(ii) η καταβολή της αποζημίωσης αυτής είναι δίκαιη, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις και ιδιαίτερα τις προμήθειες τις οποίες στερείται ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Στις περιστάσεις αυτές συμπεριλαμβάνεται επίσης και η εφαρμογή ή μη πρόνοιας μη ανταγωνισμού με την έννοια του άρθρου 20.
(β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με ετήσια αποζημίωση που υπολογίζεται με βάση το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών τις οποίες είσπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη, αν δε η σύμβαση διήρκεσε λιγότερο από πέντε έτη, η αποζημίωση υπολογίζεται με βάση το μέσο όρο της εν λόγω περιόδου.
(γ) Η χορήγηση αυτής της κατ’ αποκοπή αποζημίωσης δεν αποστερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο το δικαίωμα για αποζημιώσεις για ζημιά που υπέστη.
(3) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται σε αποζημιώσεις για ζημιά που υφίσταται, λόγω της διακοπής των σχέσεων του με τον αντιπροσωπευόμενο.
Η ζημιά αυτή θεωρείται ότι προκύπτει, ιδίως όταν ο τερματισμός της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης έχει ως συνέπεια:
(i) Να αποστερήσει τον εμπορικό αντιπρόσωπο από προμήθειες τις οποίες παρείχε η ομαλή εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης, ενώ συγχρόνως προσκομίζει στον αντιπροσωπευόμενο σημαντικά πλεονεκτήματα που συνδέονται με τη δραστηριότητα του εμπορικού αντιπροσώπου,
(ii) και/ή να μην επιτρέψει στον εμπορικό αντιπρόσωπο να αποσβέσει τα έξοδα και τις δαπάνες τις οποίες ανέλαβε μετά από υπόδειξη του αντιπροσωπευομένου για την εκτέλεση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης.
(4) Το δικαίωμα για κατ’ αποκοπή αποζημίωση, το οποίο προβλέπεται στο εδάφιο (2) ή για αποζημιώσεις σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, δημιουργείται επίσης και όταν η σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης τερματίζεται λόγω θανάτου του εμπορικού αντιπροσώπου.
(5) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος αποστερείται του δικαιώματος για την κατ’ αποκοπή αποζημίωση, η οποία αναφέρεται στο εδάφιο (2) ή για αποζημιώσεις σύμφωνα με το εδάφιο (3) του παρόντος άρθρου, αν δε γνωστοποιήσει προς τον αντιπροσωπευόμενο μέσα σε προθεσμία ενός έτους από τη λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης ότι επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα αυτό.
(6) Δεν επιτρέπεται να συμφωνηθεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.
19.-(1) Η κατ’ αποκοπή αποζημίωση ή αποζημιώσεις σύμφωνα με το άρθρο 18 δεν οφείλονται-
(i) Όταν ο αντιπροσωπευόμενος τερματίσει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης λόγω υπαιτιότητας του εμπορικού αντιπροσώπου που θα δικαιολογούσε, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, άμεσο τερματισμό της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης, ή
(ii) όταν ο εμπορικός αντιπρόσωπος τερματίσει τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης, εκτός αν ο τερματισμός οφείλεται σε υπαιτιότητα του αντιπροσωπευομένου ή δικαιολογείται λόγω ηλικίας, σωματικής αδυναμίας ή ασθένειας του εμπορικού αντιπροσώπου, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατό να απαιτηθεί εύλογα από αυτόν να συνεχίσει τις δραστηριότητες του, ή
(iii) όταν, μετά από συμφωνία με τον αντιπροσωπευόμενο ο εμπορικός αντιπρόσωπος παραχωρεί σε τρίτο πρόσωπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τα οποία έχει αναλάβει δυνάμει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης.
(2) Δεν επιτρέπεται να συμφωνηθεί παρέκκλιση από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε βάρος του εμπορικού αντιπροσώπου.
20.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, συμφωνία που προβλέπει περιορισμό των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του εμπορικού αντιπροσώπου μετά από τη λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης θα ονομάζεται στο εξής “συμφωνία μη ανταγωνισμού”.
(2) Η “συμφωνία μη ανταγωνισμού” ισχύει, αν και εφόσον-
(i) Έχει συνομολογηθεί γραπτώς, και
(ii) αφορά το γεωγραφικό τομέα ή την ομάδα των προσώπων και το γεωγραφικό τομέα για τα οποία είχε ευθύνη ο εμπορικός αντιπρόσωπος καθώς και τον τύπο των εμπορευμάτων των οποίων είχε την αντιπροσωπεία σύμφωνα με τη σύμβαση εμπορικής αντιπροσώπευσης.
(3) Η “συμφωνία μη ανταγωνισμού” ισχύει για περίοδο όχι μεγαλύτερη από δύο έτη μετά τη λήξη της σύμβασης εμπορικής αντιπροσώπευσης.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν τις διατάξεις νόμων ή κανονισμών οι οποίοι ρυθμίζουν την ή επιβάλλουν άλλους περιορισμούς στην εγκυρότητα ή την εφαρμογή των συμφωνιών μη ανταγωνισμού ή οι οποίοι παρέχουν εξουσία στα δικαστήρια να μειώνουν τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων που απορρέουν από τέτοιες συμφωνίες.
- 51(I)/1992
- 149(I)/2000