38.—(1) Η αρχή της ισότητας των πολιτών επιβάλλει στη διοίκηση την, κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση όλων των πολιτών που τελούν υπό τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες.
(2) Η αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβιάζεται, όταν η διοίκηση αποφασίζει σε μια περίπτωση με τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο αποφάσισε στο παρελθόν σε άλλη παρόμοια περίπτωση, εκτός αν έχει αποφασίσει να αλλάξει τακτική ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής της εξουσίας. Στην περίπτωση αυτή η διοίκηση πρέπει να δώσει ειδική αιτιολογία για την απόφασή της να αλλάξει τακτική.
(3) Η ίση μεταχείριση των ανίσων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων.
39. Αν η διοίκηση έχει σε μια περίπτωση ασκήσει τη διακριτική της εξουσία παράνομα, δεν πρέπει να συνεχίσει την παρανομία σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις που θα παρουσιαστούν ισότητας στην στο μέλλον, διότι δεν αναγνωρίζεται ισότητα στην παρανομία.
40. Κατά την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων στα δύο φύλα και επιτρέπονται αποκλίσεις, όταν αυτές δικαιολογούνται είτε για λόγους οι οποίοι ανάγονται στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας, και μάλιστα σε θέματα που αφορούν τη μητρότητα, το γάμο και την οικογένεια, είτε για λόγους οι οποίοι ανάγονται σε καθαρά βιολογικές διαφορές.
41.—(1) Η αρχή της ισότητας ενώπιον του νόμου και της διοίκησης επιβάλλει την ισότητα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες και την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών σε κάθε πολίτη για τη διεκδίκηση θέσης ή αξιώματος στην πολιτεία.
Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, ο όρος "δημόσιες λειτουργίες" περιλαμβάνει τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
(2) Το δικαίωμα πρόσβασης στις δημόσιες λειτουργίες είναι θεμελιώδες πολιτικό δικαίωμα, στενά συνυφασμένο με την ιδιότητα του πολίτη.
(3) Η ίση πρόσβαση στις δημόσιες λειτουργίες επιβάλλει την κατάληψή τους σύμφωνα με την αρχή της αξιοκρατίας. Η επιλογή των υποψηφίων γίνεται με αντικειμενικό τρόπο και με διαφανείς διαδικασίες.