8.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, επιχείρηση διαπράττει αδίκημα αν—
(α) Αρνείται ή παραλείπει να παράσχει τις πληροφορίες που οφείλει να γνωστοποιεί βάση του εδαφίου (1) του άρθρου 3·
(β) παρέχει ψευδείς, ελλιπείς ή ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες ή αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί τις αληθείς πληροφορίες ή χωρίς εύλογη αιτία αρνείται να παράσχει τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του εδαφίου (1) του άρθρου 3·
(γ) παραλείπει να δημιουργεί, ενημερώνει ή διατηρεί τα αναλυτικά στοιχεία και τις μεθόδους υπολογισμού ή αξιολόγησης δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 5·
(δ) αμελεί ή παραλείπει να συμμορφωθεί με την υποχρέωση που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 ή, συμμορφούμενη με τέτοια υποχρέωση, παρέχει ψευδή, ελλιπή ή ανακριβή ή παραπλανητικά στοιχεία ή αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί τα αληθή στοιχεία·
(2) Οποιοσδήποτε είναι ένοχος αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του—
(α) Σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές· και
(β) σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τον ένα χρόνο ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
9. Όταν αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, το οποίο έχει διαπραχθεί από νομικό πρόσωπο, αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή ανοχή ή ότι οφείλεται σε αμέλεια, οποιουδήποτε διευθύνοντος συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε προσώπου το οποίο εμφανιζόταν ότι ενεργεί με οποιαδήποτε τέτοια ιδιότητα, το πρόσωπο αυτό καθώς και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχο του αδικήματος αυτού.
10.—(1) Ανεξάρτητα από ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 3 και 5, να επιβάλει στην επιχείρηση αυτή διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες. Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης παράβασης, η αρμόδια αρχή έχει εξουσία να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες.
(2) Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται στην επιχείρηση με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας αρχής που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους ή δώσει την ευκαιρία σ' αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους.
11.—(1) Η απόφαση επιβολής διοικητικού προστίμου δυνάμει του άρθρου 10, μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Υπουργού. Η προσφυγή ασκείται εγγράφως μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία τριάντα ημερών από την επίδοση της γνωστοποίησης επιβολής διοικητικού προστίμου.
(2) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερομένους ή δώσει την ευκαιρία σ' αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους, αποφασίζει για την τύχη της σύμφωνα με το εδάφιο (3).
(3) Ο Υπουργός μπορεί να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
(4) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την αρμόδια αρχή αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από τη γνωστοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (1), από τη γνωστοποίηση της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(5) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την αρμόδια αρχή χρηματικών κυρώσεων, η αρμόδια αρχή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.