85. Όποιος-
(α) Είναι υπεύθυνος Ιδρύματος στο οποίο επεσυνέβηκε γέννηση, ή ο ιατρός ή η μαία που παρευρίσκετο σε γέννηση εκτός Ιδρύματος, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να παραδώσει στο Ληξίαρχο έντυπο καταχώρησης γέννησης που περιέχει τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία, που αφορούν τη γέννηση μέσα στην καθορισμένη προθεσμία από τη γέννηση, ή
(β) είναι υπεύθυνος Ιδρύματος στο οποίο επισυνέβηκε θάνατος ή είναι ιατρός που περιέθαλψε πρόσωπο κατά την τελευταία του ασθένεια, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να παραδώσει ληξιαρχικό έντυπο δήλωσης θανάτου στο οποίο να περιέχονται λεπτομέρειες αναφορικά με το θάνατο του προσώπου ή επιτρέπει την ταφή του πτώματος αυτού, ή
(γ) διεξάγει την ταφή αποβιώσαντος και αρνείται ή παραλείπει χωρίς εύλογη αιτία, να παραδώσει στο Ληξίαρχο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ταφή το ληξιαρχικό έντυπο δήλωσης θανάτου σχετικά με τον αποβιώσαντα, ή
(δ) είναι αρμόδιος πληροφοριοδότης σύμφωνα με το Νόμο αυτό και ενώ καλείται να δώσει τις απαιτούμενες πληροφορίες που αναφέρονται στη γέννηση σύμφωνα με το άρθρο 14 του Νόμου αυτού, ή αφορούν σε θάνατο σύμφωνα με το άρθρο 30 του Νόμου αυτού, αρνείται ή παραλείπει, χωρίς εύλογη αιτία, να παράσχει τις ζητούμενες πληροφορίες στο Ληξίαρχο μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από τη λήψη της πιο πάνω ειδοποίησης,
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο ποινές μαζί και ταυτόχρονα το Δικαστήριο δύναται να διατάξει τον πληροφοριοδότη να εκτελέσει το καθήκον που επιβάλλεται σ' αυτόν από το Νόμο αυτό.
86. Όποιος-
(α) Διενεργεί την ταφή αποβιώσαντος, ή
(β) είναι υπεύθυνος κοιμητηρίου, επιτρέπει την ταφή αποβιώσαντος, ή
(γ) προκαλεί ή αποπειράται να προκαλέσει τη μετακίνηση πτώματος εκτός Κύπρου,
χωρίς την προσκόμιση σ' αυτόν μιας από τις τρεις πιστοποιήσεις που καθορίζονται από το άρθρο 26 του Νόμου αυτού, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πεντακόσια ευρώ ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή και στις δύο ποινές μαζί.
87. Όποιος πλαστογραφεί ή παραποιεί πιστοποιητικό, δήλωση ή διάταγμα σύμφωνα με το Νόμο αυτό ή σε γνώση του χρησιμοποιεί ή παραδίδει ή αποστέλλει σε οποιοδήποτε σαν γνήσιο, ψεύτικο ή πλαστογραφημένο πιστοποιητικό, δήλωση ή διάταγμα για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δέκα χιλιάδες ευρώ ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δέκα χρόνια ή και στις δύο ποινές μαζί.
88. Όποιος θεληματικά παραλείπει ή παραβαίνει οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου αυτού ή Κανονισμών που εκδόθηκαν σύμφωνα με το Νόμο αυτό ή αρνείται να εκτελέσει τα καθήκοντα που επιβάλλονται σ' αυτόν από το Νόμο αυτό ή από Κανονισμούς που εκδόθηκαν σύμφωνα με το Νόμο αυτό, είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ, ή σε φυλάκιση μέχρι τρία χρόνια ή και στις δύο ποινές μαζί.
89.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο-
(α) Πλαστογραφεί ταξιδιωτικό έγγραφο, ή αλλοιώνει οποιοδήποτε στοιχείο του ή κάνει οτιδήποτε που αποσκοπεί στην πλαστογράφηση ή αλλοίωση του περιεχομένου του, ή
(β) σε γνώση του κατέχει ή χρησιμοποιεί πλαστογραφημένο ή αλλοιωμένο ταξιδιωτικό έγγραφο, ή
(γ) χρησιμοποιεί ταξιδιωτικό έγγραφο που ανήκει σε άλλο πρόσωπο, ή
(δ) επιτρέπει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να χρησιμοποιεί το δικό του ταξιδιωτικό έγγραφο, ή
(ε) προς το σκοπό απόκτησης ή ανανέωσης ταξιδιωτικού εγγράφου, προβαίνει σε υπεύθυνη δήλωση της οποίας το περιεχόμενο ή μέρος του περιεχομένου του δεν είναι αληθές, ή
(στ) προβαίνει σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση ή σε εσκεμμένη καταστροφή ταξιδιωτικού εγγράφου, ή
(ζ) διαθέτει ή αποπειράται να διαθέσει προς πώληση ή να προβεί στην αγορά ταξιδιωτικού εγγράφου,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ ή/και στις δύο ποινές μαζί.
(2) Πρόσωπο το οποίο αρνείται ή παραλείπει να παραδώσει εντός εύλογου χρονικού διαστήματος ανευρεθέν ταξιδιωτικό έγγραφο στην πλησιέστερη προξενική ή αστυνομική αρχή της Δημοκρατίας είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους δύο μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ ή/και στις δύο ποινές μαζί.
90.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο-
(α) Ενώ είναι πρόσωπο που υπόκειται σε εγγραφή δυνάμει του Νόμου αυτού παραλείπει να γραφτεί στο Αρχείο Πληθυσμού ή να αποκτήσει δελτίο ταυτότητας εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη υπόχρεο να εγγραφεί ή εντός τέτοιας μεγαλύτερης περιόδου που εφαρμόζεται σε αυτό ως ήθελε καθοριστεί,
(β) δίδει οποιαδήποτε πληροφορία για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, σε γνώση του ή απερίσκεπτα προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση η οποία είναι -ψευδής ή ανακριβής σε ουσιώδη λεπτομέρεια,
(γ) στερεί παράνομα το δελτίο ταυτότητας από οποιοδήποτε πρόσωπο,
(δ) προβαίνει παράνομα σε οποιαδήποτε καταχώρηση, μεταβολή ή εξάλειψη από δελτίο ταυτότητας ή θεληματικά παραποιεί, αλλοιώνει ή καταστρέφει αυτό,
(ε) κατέχει παράνομα ή χρησιμοποιεί δελτίο ταυτότητας που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο,
(στ) αναφέρει ψευδώς ότι δεν έχει γραφτεί προηγουμένως, ή διαπράττει οποιαδήποτε πράξη ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση ή παράλειψη με σκοπό να εξαπατήσει αρχή εγγραφής,
(ζ) κατέχει δελτίο ταυτότητας που περιέχει οποιαδήποτε ψευδή καταχώρηση, μεταβολή ή εξάλειψη,
(η) αποκτά ή επιχειρεί να αποκτήσει καινούργιο δελτίο ταυτότητας από αρχή εγγραφής χωρίς προηγουμένως να αναφέρει στην αρχή αυτή την απώλεια, αλλοίωση, ή φθορά οποιουδήποτε δελτίου ταυτότητας, το οποίο δυνατό να έχει εκδοθεί προηγουμένως σε αυτό ή κατέχει παράνομα περισσότερα από ένα δελτία ταυτότητας,
(θ) με πρόθεση να εξαπατήσει-
(i) προβαίνει σε ψευδή παράσταση ότι αυτό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είναι το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται δελτίο ταυτότητας,
(ii) εκτός από τις περιπτώσεις που μπορούν να καθοριστούν, επιτρέπει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να κατέχει δελτίο ταυτότητας που εκδόθηκε σε αυτό, ή
(iii) πλαστογραφεί ή αλλοιώνει δελτίο ταυτότητας ή καταρτίζει ή κατέχει οποιοδήποτε έγγραφο που ομοιάζει τόσο πολύ με δελτίο ταυτότητας ώστε να μπορεί να εξαπατήσει,
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τρία χρόνια ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο ποινές μαζί, εξαιρουμένης της περίπτωσης καταδίκης προσώπου για αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), λόγω παράλειψης εγγραφής στο Αρχείο Πληθυσμού εντός τεσσάρων (4) μηνών, για την οποία το εν λόγω πρόσωπο υπόκειται μόνο σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσια ευρώ.
(2) Πρόσωπο το οποίο-
(α) ενώ είναι πρόσωπο που απασχολείται για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, δημοσιεύει ή κοινοποιεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, όχι κατά τη συνήθη απασχόληση ή για σκοπούς διαδικασίας σε Δικαστήριο, οποιαδήποτε πληροφορία που αποκτήθηκε από αυτό κατά την απασχόλησή του,
(β) έχοντας, με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 59 του Νόμου αυτού, επιθεωρήσει το αρχείο, δημοσιεύει ή κοινοποιεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο, όχι κατά τη συνήθη απασχόλησή του ή για σκοπούς διαδικασίας σε Δικαστήριο, οποιαδήποτε πληροφορία που αποκτήθηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο,
(γ) ενώ έχει στην κατοχή του οποιαδήποτε πληροφορία γνωρίζοντας ότι αυτή έχει αποκαλυφθεί κατά παράβαση του Νόμου αυτού, δημοσιεύει ή κοινοποιεί την πληροφορία αυτή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο όχι για σκοπούς διαδικασίας σε Δικαστήριο,
(δ) ενώ είναι πρόσωπο που εξαιρείται από την υποχρέωση να γραφτεί σύμφωνα με το Νόμο αυτό, αποκτά ή επιχειρεί να αποκτήσει δελτίο ταυτότητας,
(ε) ενώ είναι πρόσωπο που κατέχει δελτίο ταυτότητας άλλου προσώπου παραλείπει να παραδώσει το δελτίο ταυτότητας σε αστυνομικό σταθμό ή αρχή εγγραφής εντός της περιόδου που καθορίζεται από το άρθρο 77 του Νόμου αυτού,
(στ) ενώ είναι πρόσωπο που απαιτείται να παραδώσει το δελτίο ταυτότητάς του σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 64 του Νόμου αυτού παραλείπει να παραδώσει αυτό το δελτίο ταυτότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του πιο πάνω άρθρου,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ.
90Α.-(1) Πρόσωπο το οποίο-
(α) δίδει οποιαδήποτε πληροφορία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και, σε γνώση του ή απερίσκεπτα, προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση η οποία είναι ψευδής ή ανακριβής σε ουσιώδη λεπτομέρεια,
(β) στερεί παράνομα την ηλεκτρονική ταυτότητα από οποιοδήποτε πρόσωπο,
(γ) προβαίνει παράνομα σε οποιαδήποτε καταχώριση, μεταβολή ή εξάλειψη από ηλεκτρονική ταυτότητα ή θεληματικά παραποιεί, αλλοιώνει ή καταστρέφει αυτή,
(δ) κατέχει παράνομα ή χρησιμοποιεί ηλεκτρονική ταυτότητα που ανήκει σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο,
(ε) κατέχει ηλεκτρονική ταυτότητα που περιέχει οποιαδήποτε ψευδή καταχώριση, μεταβολή ή εξάλειψη,
(στ) αποκτά ή επιχειρεί να αποκτήσει νέα ηλεκτρονική ταυτότητα, χωρίς προηγουμένως να αναφέρει την απώλεια ή αλλοίωση οποιασδήποτε ηλεκτρονικής ταυτότητας η οποία δυνατό να είχε εκδοθεί προηγουμένως σε αυτό ή κατέχει περισσότερες από μία ηλεκτρονικές ταυτότητες σε ισχύ,
(ζ) προβαίνει σε υπεύθυνη δήλωση της οποίας το περιεχόμενο ή μέρος του περιεχομένου δεν είναι αληθές, αναφορικά με την έκδοση, ανανέωση, αναστολή, ανάκληση ή επανενεργοποίηση ηλεκτρονικής ταυτότητας,
(η) διαπράττει οποιαδήποτε πράξη ή προβαίνει σε οποιαδήποτε ψευδή παράσταση ή παράλειψη, με πρόθεση να εξαπατήσει αναφορικά με την έκδοση, ανανέωση, αναστολή, ανάκληση ή επανενεργοποίηση ηλεκτρονικής ταυτότητας, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές μαζί.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος “ηλεκτρονική ταυτότητα” σημαίνει και μέρος αυτής και περιλαμβάνει το όνομα χρήστη ή/και τους κωδικούς χρήστη.
91.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο επιχειρεί να διαπράξει αδίκημα κατά παράβαση του Νόμου αυτού ή κατά παράβαση οποιουδήποτε Κανονισμού που εκδόθηκε σύμφωνα με το Νόμο αυτό, θεωρείται ένοχο για το αδίκημα αυτό.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο βοηθά ή υποκινεί τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος κατά παράβαση του Νόμου αυτού ή κατά παράβαση οποιουδήποτε Κανονισμού που εκδόθηκε σύμφωνα με το Νόμο αυτό θεωρείται ένοχο για το αδίκημα αυτό.