20. -(1) Για καλύτερη άσκηση των εξουσιών και εκτέλεση των καθηκόντων του, ο Επίτροπος δύναται -
(α) Να απαιτεί από δημόσιους ή μη παροχείς τηλεπικοινωνιακών δικτύων, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ταχυδρομικών υπηρεσιών, να του παρέχουν πληροφορίες και υποβάλλουν δηλώσεις και εκθέσεις σχετικά με τις εργασίες τους κατά χρονικά διαστήματα και σε τύπο, ως ο Επίτροπος θέλει εκάστοτε καθορίζει,
(β) να διατάσσει οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο παραλείπει χωρίς εύλογη αιτία να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία, την οποία ο Επίτροπος έχει απαιτήσει δυνάμει της παραγράφου (α), όπως την παράσχει.
(2) Πληροφορίες, που εξασφαλίζονται από τον Επίτροπο κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1), δε δύνανται να χρησιμοποιηθούν για οποιοδήποτε σκοπό, άλλο από εκείνο, για τον οποίο είχαν ζητηθεί. Ο Επίτροπος υποχρεούται να τηρεί εμπιστευτική οποιαδήποτε παρασχεθείσα δυνάμει του εδαφίου (1) πληροφορία, για την οποία ο Επίτροπος είχε δεχθεί εύλογο αίτημα από τον πληροφοριοδότη όπως η πληροφορία θεωρηθεί εμπιστευτική.
21. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος έχει εξουσία -
(α) Να επιτηρεί τη συμμόρφωση με προϋποθέσεις και όρους, που θέτει σε άδειες και εγκρίσεις, τις οποίες χορηγεί δυνάμει του παρόντος Νόμου,
(β) να απαιτεί από οποιοδήποτε δημόσιο ή μη παροχέα τηλεπικοινωνιακού δικτύου, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, ταχυδρομικών υπηρεσιών, η από άλλο πρόσωπο, οποιαδήποτε πληροφορία, την οποία δυνατό να κρίνει ευλόγως ως αναγκαία, για σκοπούς άσκησης των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του και εκτέλεσης των καθηκόντων του,
(γ) να επιβάλλει χρηματικές κυρώσεις υπό μορφή διοικητικών προστίμων σε δημόσιους ή μη παροχείς τηλεπικοινωνιακών δικτύων, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών ή ταχυδρομικών υπηρεσιών, για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή των δυνάμει αυτού κανονισμών ή διαταγμάτων,
(δ) να κλητεύει και, εξαναγκάζει κατά τον καθορισμένο σε κανονισμούς τρόπο την παρουσία μαρτύρων σε έρευνες,
(ε) να εκδίδει οποιαδήποτε διατάγματα, τα οποία είναι αναγκαία για εξασφάλιση συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(στ) να εισέρχεται σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, για επιθεώρηση ή άλλη εύλογη αιτία, προσωπικά ή δι' υπαλλήλων του Γραφείου σε οποιοδήποτε τόπο, υποστατικά ή οχήματα, εξαιρουμένων κατοικιών, τα οποία χρησιμοποιούνται για την παροχή οποιωνδήποτε τηλεπικοινωνιακών ή ταχυδρομικών υπηρεσιών.
22. -(1) Προτού εκδώσει διάταγμα δυνάμει της παραγράφου (ε) του άρθρου 21, ο Επίτροπος ειδοποιεί οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο επηρεάζεται ή, το οποίο κατά την γνώμη του, δυνατό να επηρεαστεί από το διάταγμα, που πρόκειται να εκδοθεί, και παρέχει σ' αυτό ευκαιρία να ακουστεί εντός τριάντα ημερών από την ειδοποίηση περί της έκδοσης διατάγματος:
Νοείται ότι ο Επίτροπος δεν υποχρεούται να δώσει ειδοποίηση προ της έκδοσης διατάγματος, σε περίπτωση επειγούσης κατ' απόλυτη κρίση φύσεως, αλλ' εν τοιαύτη περιπτώσει ο Επίτροπος καλεί τον επηρεαζόμενο να εκφράσει απόψεις εντός τριάντα ημερών από της εκδόσεως του διατάγματος, γιατί το διάταγμα πρέπει να ανακληθεί ή τροποποιηθεί.
(2) Μετά από ακρόαση κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (1), ο Επίτροπος εκδίδει και κοινοποιεί το ταχύτερο δυνατό στον κάθε ενδιαφερόμενο την τελική του απόφαση.
23. Πρόσωπο, το οποίο χωρίς εύλογη αιτία παραλείπει να συμμορφωθεί με τους όρους διατάγματος, που εκδίδεται από τον Επίτροπο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, εκτός όπου προβλέπεται ειδικά άλλη ποινή στον παρόντα Νόμο ή σε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, σε ποινή φυλάκισης, που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες, ή σε χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες, ή και στις δύο αυτές ποινές.
24. -(1) Ο Επίτροπος δύναται με δική του πρωτοβουλία, να διεξαγάγει έρευνα για τις δραστηριότητες και λειτουργία οποιουδήποτε δημόσιου ή μη παροχέα τηλεπικοινωνιακού δικτύου, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ταχυδρομικών υπηρεσιών και κατ' ακολουθία να προβαίνει σε συστάσεις και να εκδίδει διατάγματα, ως κατά τη γνώμη του είναι πρόσφορο.
(2) Για τους σκοπούς διεξαγωγής έρευνας δυνάμει της παραγράφου (1), ο Επίτροπος δύναται -
(α) Να κλητεύει και εξαναγκάζει κατά τον καθορισμένο σε κανονισμούς τρόπο την παρουσία μαρτύρων και ενδιαφερόμενων μερών, και την προσαγωγή, παρουσίαση και κατάθεση εγγράφων, βιβλίων, σχεδίων και αρχείων,
(β) να εξετάζει προσωπικά ή διά δικηγόρου μάρτυρες και ενδιαφερόμενα μέρη.
(3) Είναι ένοχο ποινικού αδικήματος, πρόσωπο το οποίο -
(α) Χωρίς εύλογη αιτία, παραλείπει ή αρνείται συμμόρφωση με κλήση να παραστεί ενώπιον του Επιτρόπου ή να προσαγάγει, παρουσιάσει ή καταθέσει οποιοδήποτε έγγραφο, βιβλίο, σχέδιο ή αρχείο, ή
(β) ενώ είναι μάρτυρας, αρνείται χωρίς εύλογη αιτία να απαντήσει σε οποιοδήποτε εύλογο ερώτημα, που υποβάλλεται:
Νοείται ότι εν πάση περιπτώσει ουδείς είναι υπόχρεος να απαντήσει, εάν η απάντηση δυνατό να τον ενοχοποιεί σε σχέση με ποινικό αδίκημα, ή εάν συνιστά παραβίαση του απορρήτου της επικοινωνίας δικηγόρου-πελάτη, ή
(γ) ηθελημένα παρεμποδίζει ή διακόπτει την ενώπιον του Επιτρόπου διαδικασία.
(4) Πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των παραγράφων (α), (β) ή (γ) του εδαφίου (3), υπόκειται σε ποινή φυλάκισης, που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τις τετρακόσιες πενήντα λίρες, ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Παν ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να εκπροσωπείται ενώπιον του Επιτρόπου διά δικηγόρου και να καλεί κατά τον καθορισμένο με κανονισμούς τρόπο οποιουσδήποτε μάρτυρες.
(6) Ο Επίτροπος διευθύνει την οποιαδήποτε ενώπιον του διαδικασία και έχει εξουσία περιστολής ή καταστολής καταχρήσεως της διαδικασίας ενώπιον του.
25. -(1) Χωρίς βλάβη στην εξουσία, που του παρέχεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 24, ο Επίτροπος δύναται να διεξαγάγει έρευνα για τις δραστηριότητες και εργασίες οποιουδήποτε δημόσιου ή μη παροχέα τηλεπικοινωνιακού δικτύου, τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών και ταχυδρομικών υπηρεσιών, σε σχέση με τον οποίο υποβάλλεται παράπονο από οποιοδήποτε πρόσωπο.
(2) Ο Επίτροπος έχει εξουσία να απορρίψει το παράπονο, εάν κατά την κρίση του πρόδηλα δεν ευσταθεί. Σε κάθε άλλη περίπτωση, ο Επίτροπος διαβιβάζει αντίγραφο του παραπόνου στον ενδιαφερόμενο παροχέα. Τέτοιο παράπονο δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας από τον Επίτροπο, εάν ο τελευταίος δεν ικανοποιηθεί από την ανταπόκριση του παροχέα ή εάν ο παραπονούμενος του επιδώσει γραπτή ειδοποίηση ότι το παράπονο δεν έχει αντιμετωπισθεί ικανοποιητικά.
(3) Την υποβολή παραπόνου κατά το εδάφιο (1) στον Επίτροπο σε σχέση με παροχέα, κατά το εδάφιο (1) δύναται να επακολουθήσει η έκδοση διατάγματος του Επιτρόπου δεσμευτικού για τον εν λόγω παροχέα.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και της νομολογίας που το αφορά, αποφάσεις και διατάγματα του Επιτρόπου, που εκδίδονται κατόπιν έρευνας που διεξάγεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 24, και των εδαφίων (1) και (3) του παρόντος άρθρου, ως και οποιαδήποτε άλλη απόφαση αυτού, σε σχέση με παράπονο που υποβάλλεται δυνάμει του παρόντος άρθρου, υπόκειται σε ακύρωση από το Ανώτατο Δικαστήριο Κύπρου δυνάμει του εν λόγω άρθρου, σε προσφυγή που δύναται να ασκηθεί ως διαλαμβάνεται σ' αυτό εναντίον της απόφασης, ή διατάγματος, ανάλογα με την περίπτωση, από οποιοδήποτε καταναλωτή ή δημόσιο ή μη παροχέα τηλεπικοινωνιακού δικτύου ή τηλεπικοινωνιακών ή ταχυδρομικών υπηρεσιών, ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εν γένει, του οποίου η σχετική απόφαση ή διάταγμα, προσβάλλει ευθέως, ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον, μέσα στην έννοια του Άρθρου 146.
26. Ο Επίτροπος δύναται να έχει διαβουλεύσεις με εμπορικούς οργανισμούς, οργανώσεις καταναλωτών, ιδία οργανώσεις καταναλωτών με ειδικά προβλήματα, με εκπροσώπους της Κυβέρνησης και με οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα ή οργανισμούς, ως ο Επίτροπος εκάστοτε κρίνει σκόπιμο.
27. -(1)(α) Καθιδρύεται Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία συγκροτείται από τρία πρόσωπα τα οποία διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τα έξι έτη.
(β) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ένα εκ των τριών μελών της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως Πρόεδρο αυτής.
(γ) Στον Πρόεδρο και στα μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταβάλλονται από το Γραφείο έξοδα παραστάσεως, αποζημίωση για κάθε συνεδρίαση της Επιτροπής, οδοιπορικά και οποιαδήποτε άλλα ωφελήματα αποφασίζει εκάστοτε το Υπουργικό Συμβούλιο για τους προέδρους και τα μέλη των ημικρατικών οργανισμών.
(δ) Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να παύει τον πρόεδρο και οποιοδήποτε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής προ της λήξης της περιόδου για την οποία έχει διοριστεί, μόνο για οποιοδήποτε από τους πιο κάτω ειδικούς λόγους:
(i) Λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή άλλης οποιασδήποτε ανεξαιρέτως ασθένειας, καθιστώσης αυτόν ανίκανο να εκπληρώσει επαρκώς τα καθήκοντά του για το υπόλοιπο της θητείας του, ή
(ii) λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς ή συστηματικής απουσίας ή αμέλειας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(ε) Κάθε μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής δύναται να παραιτηθεί από τη θέση του σε αυτή με την υποβολή γραπτής παραίτησης στο Υπουργικό Συμβούλιο. Η παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση, επενεργεί δε αμέσως χωρίς να προαπαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(στ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέρχεται σε τόπο και χρόνο που ορίζονται από τον Πρόεδρο της. Απαρτία συνιστούν και τα τρία μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
(ζ) Οι αποφάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των μελών της.
(η) Με την επιφύλαξη του παρόντος άρθρου, η Συμβουλευτική Επιτροπή ρυθμίζει τη διαδικασία της λειτουργίας της.
(θ) Η Συμβουλευτική Επιτροπή συνεδριάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα στην παρουσία του Επιτρόπου ή του Βοηθού Επιτρόπου και μελετά ζητήματα που αφορούν τον παρόντα Νόμο τα οποία της παραπέμπει ο Επίτροπος για γνωμοδότηση. Για τα εν λόγω ζητήματα η Συμβουλευτική Επιτροπή οφείλει να συμβουλεύσει τον Επίτροπο σε χρονικό διάστημα το οποίο καθορίζει ο Επίτροπος και το οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι λιγότερο από ένα μήνα.
(2) Ο Επίτροπος δύναται να εγκαθιδρύσει Συμβουλευτικά Σώματα για να τον συμβουλεύουν επί τοιούτων ζητημάτων ως θέλει εκάστοτε κρίνει σκόπιμο, να διορίζει τα μέλη των και να καταβάλλει τα συνεπαγόμενα έξοδα από το Ταμείο του Γραφείου.
28. Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 20, ο Επίτροπος δύναται να προβαίνει στη δημοσίευση τέτοιων πληροφοριών και εγγράφων ως θέλει εκάστοτε κρίνει σκόπιμο, για σκοπούς προαγωγής της ενημέρωσης και κατανόησης του κοινού επί τηλεπικοινωνιακών και ταχυδρομικών ζητημάτων.