ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII - ΚΟΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Αρχές της ίσης μεταχείρισης, διαφάνειας και μη διακρίσεως

34.-(1) Η αναθέτουσα αρχή λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο ώστε να τηρούνται οι αρχές της ίσης μεταχείρισης, της διαφάνειας και της μη διακρίσεως λόγω ιθαγένειας έναντι των οικονομικών φορέων.

(2) Όταν μια αναθέτουσα αρχή εκχωρεί σε φορέα που δεν αποτελεί αναθέτουσα αρχή, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος του, ειδικά ή αποκλειστικά δικαιώματα να ασκεί δραστηριότητα δημόσιας υπηρεσίας, η πράξη εκχώρησης του δικαιώματος αυτού περιλαμβάνει τον όρο ότι, κατά τη σύναψη συμβάσεων δημόσιων προμηθειών με τρίτους, ο εν λόγω φορέας οφείλει να τηρεί  την  αρχή  της  μη  διακρίσεως  λόγω  ιθαγένειας.

Οικονομικοί φορείς

35.-(1) Οι κοινοπραξίες οικονομικών φορέων δύνανται να υποβάλλουν προσφορές.  Η μετατροπή των κοινοπραξιών αυτών σε συγκεκριμένη νομική μορφή δεν είναι δυνατόν να απαιτηθεί ως προϋπόθεση για την υποβολή της προσφοράς, ωστόσο η επιλεγείσα κοινοπραξία είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να εξασφαλίσει τη μετατροπή αυτή εάν της ανατεθεί η σύμβαση, στο μέτρο που η μετατροπή αυτή είναι αναγκαία για την ικανοποιητική εκτέλεση της σύμβασης.

(2) Οι υποψήφιοι ή οι προσφέροντες, οι οποίοι έχουν δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στο κράτος μέλος όπου είναι εγκατεστημένοι, το  δικαίωμα    να   παρέχουν    τη συγκεκριμένη υπηρεσία, δεν είναι δυνατόν να απορρίπτονται για το μόνο λόγο ότι δυνάμει της νομοθεσίας η οποία ισχύει στη Δημοκρατία και διέπει την ανάθεση της σύμβασης, θα έπρεπε να είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα:

Νοείται ότι η αναθέτουσα αρχή δύναται να ζητήσει από τα νομικά πρόσωπα να αναφέρουν, στην προσφορά  ή στην αίτηση συμμετοχής τους, τα ονόματα και τα επαγγελματικά προσόντα των προσώπων που θα επιφορτισθούν με την εκτέλεση της συγκεκριμένης υπηρεσίας.

Διεθνής Συμφωνία περί Δημοσίων Συμβάσεων

36. Κατά τη σύναψη συμβάσεων από τις αναθέτουσες αρχές, εφαρμόζονται στις σχέσεις κρατών μελών εξίσου ευνοϊκοί όροι με τους όρους που εφαρμόζονται κατ’ εφαρμογή της Διεθνούς Συμφωνίας περί Δημοσίων Συμβάσεων  στους οικονομικούς φορείς τρίτων χωρών.

Εχεμύθεια

37. Οι αναθέτουσες αρχές οφείλουν να διαφυλάσσουν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα όλων των πληροφοριών που τους παρέχονται από τους οικονομικούς φορείς στα πλαίσια της διαδικασίας υποβολής προσφορών.

Υποβολή προσφορών

38.-(1) Οι προσφορές υποβάλλονται γραπτώς είτε απευθείας είτε ταχυδρομικά.  Επιτρέπεται η υποβολή προσφορών με κάθε άλλο μέσο, εφόσον εξασφαλίζεται-

(α) Ότι κάθε προσφορά περιλαμβάνει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγησή της,

(β) ότι διαφυλάσσεται το απόρρητο των προσφορών εν αναμονή της αξιολόγησής τους,

(γ) ότι το άνοιγμα των προσφορών πραγματοποιείται μετά την εκπνοή της προβλεπόμενης για την υποβολή τους προθεσμίας.

(2) Σε περίπτωση που η αναθέτουσα αρχή έχει επιτρέψει την υποβολή προσφορών με κάθε άλλο μέσο σύμφωνα  με το εδάφιο (1), δύναται να απαιτεί ότι η υποβολή οποιασδήποτε προσφοράς θα επιβεβαιώνεται το συντομότερο δυνατόν γραπτώς ή με την αποστολή πιστού αντιγράφου, είτε απευθείας είτε ταχυδρομικά.

Κοινοί κανόνες συμμετοχής

39.-(1)  Στις κλειστές διαδικασίες και στις διαδικασίες με διαπραγμάτευση, οι αναθέτουσες αρχές, με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από τον κάθε οικονομικό φορέα για την προσωπική κατάστασή του, καθώς και τις πληροφορίες και τις διατυπώσεις που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση των ελάχιστων οικονομικών και τεχνικών προϋποθέσεων που αυτός πρέπει να πληροί, επιλέγουν, μεταξύ των υποψηφίων που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα βάσει των άρθρων 40 έως 44, εκείνους τους οποίους θα καλέσουν να υποβάλουν προσφορά ή να συμμετάσχουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.

(2)  Όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στην κλειστή διαδικασία για τη σύναψη μιας σύμβασης, μπορούν να προβλέπουν τα όρια στα πλαίσια των οποίων θα κυμανθεί ο αριθμός των οικονομικών φορέων τους οποίους σκοπεύουν να προσκαλέσουν. Στην περίπτωση αυτή, τα όρια αναφέρονται στην προκήρυξη και καθορίζονται σε συνάρτηση με τη φύση των προϊόντων της προμήθειας, του προς εκτέλεση έργου ή των προς παροχή υπηρεσιών.  Το κατώτερο από τα όρια αυτά δεν πρέπει να είναι μικρότερο των πέντε, το δε ανώτερο δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερο των είκοσι.  Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός   των    υποψηφίων   που   καλούνται   να  υποβάλουν προσφορά πρέπει να επαρκεί για την εξασφάλιση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού.

(3)  Όταν οι αναθέτουσες αρχές προσφεύγουν στη διαδικασία με διαπραγμάτευση για τη σύναψη μιας σύμβασης,  στις  περιπτώσεις  που  αναφέρονται στο άρθρο 22, οι υποψήφιοι που γίνονται δεκτοί για διαπραγμάτευση δεν μπορεί να είναι λιγότεροι από τρεις, εφόσον υπάρχει επαρκής αριθμός κατάλληλων υποψηφίων.

(4) Οι αναθέτουσες αρχές καλούν χωρίς διακρίσεις προς συμμετοχή στο διαγωνισμό και υπό τους ίδιους όρους με εκείνους που εφαρμόζουν για τους ημεδαπούς, τους οικονομικούς φορείς των κρατών μελών, που διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα.